Αιολική Γη και Γιέστα Μπέρλινγκ


Παραπέμψτε στην παρούσα σελίδα: Μαρία Χ. Μαλανδρίνου, «Αιολική Γη και Γιέστα Μπέρλινγκ», Archiopedia / Αρχειοπαίδεια (Ιούνιος 2022), σελ. 59 (αναθεώρηση υπ’ αριθμ. -), ISSN 2732-6012. DOI: Δεν έχει αποδοθεί ακόμη.

Σημειώνεται ότι μέχρι την απόδοση του DOI το κείμενο υπόκειται σε διαρκείς βελτιώσεις. Ελέγχοντας τον αριθμό της αναθεώρησης μπορείτε να εξακριβώσετε εάν διαβάζετε διαφορετικές εκδοχές της παρούσας σελίδας.

Η Σάγκα του Γιέστα Μπέρλινγκ ή, απλούστερα, ο Γιέστα Μπέρλινγκ, της Σέλμα Λάγκερλεφ κυκλοφορούσε ήδη από το 1891 όταν η Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1943.
Τα δύο βιβλία φαίνονται κατ’ αρχήν εντελώς ανόμοια - ήδη στο επίπεδο των δημιουργών τους. Η Λάγκερλεφ (1858-1940) γεννήθηκε και πέθανε στο ίδιο σουηδικό σπίτι, ενώ ο Βενέζης γεννήθηκε το 1904 στις Κυδωνιές, το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, και πέθανε στην Αθήνα το 1973 - όπως ακριβώς θα ανέμενε κανείς να συμβεί σε μια ευμετάβλητη περιοχή όπου η ομορφιά και η διάρκεια βρίσκονται σε μόνιμο διωγμό. Άλλωστε, το έργο του Βενέζη τοποθετείται χρονικά το 1914, λίγο πριν την κήρυξη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, και είναι το αφήγημα μιας παιδικής ηλικίας που τερματίζεται βίαια από τους πρώτους διωγμούς των Ελλήνων στην δυτική Μικρά Ασία. Αντιθέτως, το βιβλίο της Λάγκερλεφ είναι η ιστορία του Γιέστα Μπέρλινγκ, του αφορισμένου παπά που τον κέρδισε η ζωή με την πολυπλοκότητα, τις αμαρτίες και τα πάθη της: το χρονικό του πλαίσιο είναι ακαθόριστο και μόνον από κάποιες αναφορές σε γεννήσεις και πολέμους καταλαβαίνουμε ότι ο χρόνος του είναι κάπου μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, των οποίων ο αντίχτυπός τους κατόρθωσε να φτάσει ως τα σκοτεινά δάση μιας χώρας παραδομένης ακόμα στους -συχνά βίαιους- μύθους της.
Κι ωστόσο, ο Γιέστα Μπέρλινγκ είναι μια σάγκα, ενώ η Αιολική Γη είναι ίσως ό,τι πιο κοντινό διαθέτει η μεταπολεμική (αλλά και η νεώτερη) ελληνική λογοτεχνία στις μεγάλες επικές αφηγήσεις. Το κοινό αυτό στοιχείο μπορεί να οδηγήσει σε μια σειρά πρόσθετων παραλληλισμών.

Ο τόπος, οι εποχές, τα στοιχειά και τα φαντάσματα

Τα δύο βιβλία τερματίζουν μια εποχή για τους αφηγητές τους. Γιατί και τα δύο είναι ανάμνηση και επίκληση και νοσταλγία αυτών που είδαν και αυτών που άκουσαν. Ιστορία που την παραδίδουν όπως τους παραδόθηκε κι όπου η πολιτική και ο πόλεμος, η φτώχεια και ο πλούτος, η νομιμότητα ή η παρανομία αποκτούν υπερταξικές διαστάσεις, θυμίζοντας μια σχεδόν αρχαϊκή κοινωνική δομή, όπου το ατομικό και το κοινωνικό δικαίωμα υπακούει στη βούληση της θεότητας και στην νομοτέλεια ενός προσωπικού, και γι’ αυτό επικού, ήθους.
Αυτό το φέουδο της μνήμης υποστηρίζεται άλλωστε και από τον τρόπο που η αρχιτεκτονική των κτιρίων εντάσσεται στις αφηγήσεις και που απηχεί έναν τρόπο παραγωγής που παραπέμπει είτε στην ομηρική οργάνωση είτε στις μεσαιωνικές πόλεις της Ευρώπης που όριζαν το άστυ και την πέριξ αυτού ύπαιθρο. Στην Αιολική Γη, το υποστατικό του Γιαννακού Μπιμπέλα έχει οχυρωματικό τείχος και η κεντρική του πύλη αμπαρώνεται τη νύχτα. Υπάρχει το σπίτι του αφέντη, τα παράσπιτα για το προσωπικό και οι ξενώνες, οι αποθήκες για τους καρπούς, οι στάβλοι για τα ζώα. Στον Γιέστα Μπέρλινγκ, το αρχοντικό της Κυράς του Έκεμπυ αποτελεί μια εξίσου αποδοτική ενότητα. Το κυρίως σπίτι, οι χώροι για τους αργαλειούς, τα σιδηρουργεία, ο νερόμυλος, οι στάβλοι και οι αποθήκες. Αντίστοιχη δομή έχουν και τα γειτονικά στους αφηγητές κτίσματα.
Και στα δύο βιβλία ο τόπος είναι η «πατρίδα» και μιλάει την παγκόσμια γλώσσα της φύσης. Είτε πρόκειται για το καλοκαίρι των δυτικών ακτών της Ιωνίας, είτε για την σκανδιναβική άνοιξη που ενσωματώνει ισότιμα το χειμώνα και το καλοκαίρι, η φύση είναι αυτή που αγκαλιάζει με τους ψιθυρισμούς της όλο το εύρος της αφήγησης. Ο ποταμός των Τσακαλιών (Τσακάλ Ντερέ) στην Αιολική Γη και η λίμνη Λέβεν στον Γιέστα Μπέρλινγκ, ξεχύνονται στο Αιγαίο και στη λίμνη Βένερν αντίστοιχα, με τον ίδιο άλλοτε νωχελικό και άλλοτε δραστήριο τρόπο. Τα Κιμιντένια, ο ανατολικός φρουρός της Ιωνικής ακτής και τα βουνά της επαρχίας Βέρμλαντ ξεκινούν την αφήγηση απ’ την αρχή της δημιουργίας:

«Παραμερίσανε τότε τα βουνά, τραβήχτηκαν στο βάθος…Τα βουνά κείνα της Ανατολής τα λένε Κιμιντένια».[1]


«Τα βουνά είναι οχυρά από γρανίτη, σκεπασμένα από δάση… Μακάρισε την τύχη σου που είμαστε εδώ (λένε στην πεδιάδα). Σκέψου την εποχή του Νώε όταν η ομίχλη άπλωνε το σάβανό της πάνω στην Λέβεν».[2]

Και ακόμα η γεωγραφία του τόπου και οι εποχές, είναι εξαιρετικά έντονος μοχλός της αφήγησης, για παράδειγμα στα τόσο διαφορετικά και τόσο όμοια καλοκαίρια του Βορρά και του Νότου.
Στην Αιολική Γη τα καλοκαίρια του Νότου αγκαλιάζουν τον αφηγητή με τη βαθιά απραξία της φύσης.

«Ήρθαν οι ζεστές καλοκαιρινές μέρες… Ζούμε μαζί με τα μυρμήγκια τις μεγάλες ώρες του καλοκαιριού… Ένα γεράκι καρφωμένο στον ουρανό βιγλίζει τη σαύρα, τη σαλαμάντρα… Ένα βατράχι κάπου μακριά φώναξε, σώπασε. Ένα καραβάνι καμήλες πέρασε. Έδωσε μερικούς ήχους, σώπασε. Όλα γίνονται σε βαρύ, αργό ρυθμό κάτω απ’ τα Κιμιντένια. Το καλοκαίρι είναι το ύφος της Ανατολής».[3]

Στον Γιέστα Μπέρλινγκ το κορίτσι απ’ το Νύγιαρντ που πουλούσε σκούπες χάνεται μια μέρα του καλοκαιριού στο Βορρά.

«Τα χόρτα σκεπάζουν το έδαφος σαν παχύ χαλί… Ο βοσκός το αγνοεί, η αλεπού το περιφρονεί. Είναι η πιο έρημη και η πιο άγρια γωνιά του δάσους… Βρήκαν τη σπηλιά της αρκούδας, τη φωλιά της αλεπούς, τη βαθιά τρύπα του ασβού, την πέτρα που πέταξε τα πολύ παλιά χρόνια ένας γίγαντας… Δεν ανακάλυψαν όμως το μέρος όπου αναπαύεται η μικρή ξαπλωμένη στα χορτάρια».[4]

Απ’ αυτήν τη φλύαρη φύση δεν θα μπορούσαν να λείπουν τα στοιχειά και τα φαντάσματα. Στην Αιολική Γη τα βρίσκουμε να στοιχειώνουν το Κίτρινο Δωμάτιο, όπου στοιβάζονται τα όπλα, να ξεπηδούν αόρατα μέσα από μια ντουλάπα που ανοίγει μυστηριωδώς και να προκαλούν το γέλιο στο θείο του αφηγητή. Τα βρίσκουμε ακόμα στον Αράπη, το θεόρατο στοιχειό που δείχνει το δρόμο σ’ έναν από τους ξωμάχους του υποστατικού και στο Μεγάλο Δράκο, που σε πείσμα κάθε αντίθετης πρόβλεψης είναι καλός και ευγενικός.
Στον Γιέστα Μπέρλινγκ, η μάγισσα του Ντόβρι πιστεύει στον Τορ και στους πανίσχυρους φινλανδικούς θεούς. Γι’ αυτήν οι χριστιανοί είναι ό,τι τα εξημερωμένα σκυλιά για τον γκρίζο λύκο. Πρέπει να της δίνουν ό,τι τους ζητήσει για να γλυτώσουν την κατάρα της. Ας μην ξεχνάμε την τιμωρία της αλαζονικής κόμισσας Μέρτα, που ζει το υπόλοιπο του βίου της μέσα στον τρόμο κυνηγημένη από ένα κοπάδι κάργιες επειδή αρνήθηκε να της δώσει ένα φρεσκοκαπνισμένο χοιρομέρι!
Όμως το πνεύμα του Κακού το βρίσκουμε σε όλη του τη σκοτεινή μεγαλοπρέπεια στον Σίντραμ, αφέντη των σιδηρουργείων του Φουρς. Είναι πάντα ο μύθος του Φάουστ, τόσο αναγκαίος σε οποιοδήποτε ευρωπαϊκό αφήγημα του μεταχριστιανικού κόσμου. Τότε που το Κακό έπαψε να είναι μια φυσική δύναμη και ο μύθος του έπρεπε πια να υποταχθεί στην προτεσταντική ηθική, αυτήν που προϋποθέτει το σκληρότερο αντάλλαγμα για την παραμικρότερη χαρά.
Είναι χαρακτηριστικές οι αφηγήσεις των τσακαλιών και των λύκων στα δύο βιβλία. Στην Αιολική Γη συγκρατούμε το θρήνο της πείνας τους, αλλά και τον διωγμό τους όταν οι άνθρωποι του υποστατικού τα απομακρύνουν με φωτιές και με θορύβους. Δεν υπάρχει εδώ Καλό και Κακό. Μονάχα η Ανάγκη.

«Ερχόταν σπαραχτική και ιερή, μες την ησυχία της γης, η φωνή της πείνας. Ποτέ σπαραγμός ανθρώπου, ποτές οδύνη θανάτου δεν αντήχησε έτσι άγρια… Τα φύλλα ριγούσαν και σώπαιναν …, οι στάλες της δροσιάς … σταματούσαν να πέφτουν στη γη, οι ρίζες δεν σαλεύαν στα έγκατα, τα άστρα δεν πορεύονταν, οι υπόγειες φλέβες των νερών πάγωσαν, επειδή στα Κιμιντένια, θεότητα σκληρή και αλύπητη ήρθε η πείνα».[5]

Στον Γιέστα Μπέρλινγκ οι λύκοι ακολουθούν το έλκηθρο του ήρωα για να τον αναγκάσουν να επιστρέψει την Άννα, το κορίτσι που κλέβει, στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της. Μόνον που ποτέ δεν θα καταλάβουμε αν ήταν σταλμένα από μια Καλή ή από μια Κακή Δύναμη. Μετά από μια αγωνιώδη κούρσα με τους λύκους στο κατόπι τους, ο Γιέστα παραιτείται απ’ τον έρωτά του για την Άννα, την οδηγεί με το έλκηθρο στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της και ύστερα φεύγει.

«-Ξέχασες τους λύκους; [ρωτά εκείνη] –Όχι, τους σκέφτομαι. Ολοκλήρωσαν όμως το έργο τους. Δεν έχουν πια τίποτα μαζί μου, τούτη τη νύχτα».[6]

Οι Ιππότες του Έκεμπυ και οι Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου

Ο Γιέστα Μπέρλινγκ είναι όμορφος και γεμάτος ζωή, πρώτος στις αποκοτιές και στα πάθη, που τελικά εξαγνίζουν τον άνθρωπο. Έχει αναμφίβολα το σημάδι του, πρέπει πάντα να υπάρχει ένα σημάδι που να ξεχωρίζει τον εκλεκτό. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για την καταγωγή του, είναι μονάχα ο μέθυσος αφορισμένος παπάς, αυτό είναι το σημάδι του. Κι ακόμα κάποιος που ενώ επιζητεί τη γαλήνη του θανάτου, απολαμβάνει με πάθος τη χαρά της ζωής. Γι’ αυτό και η συναλλαγή του με το πνεύμα του Κακού είναι σχεδόν αυτονόητη και στο τέλος της διαδρομής του ή θα εξαγνιστεί απ’ τον επίγειο πόνο ή θα οδηγηθεί στη συντριβή του θανάτου.
Ο Αντώνης Παγίδας στην Αιολική Γη έχει κι αυτός το δικό του σημάδι. Σωματικό στη δική του περίπτωση. Μια φαρδιά λωρίδα με τρίχωμα λαγού διατρέχει την πλάτη του. Έφταιγε η μάνα του. Η μάνα του που ενώ ήταν έγκυος, καθάριζε λαγό ανήμερα της γιορτής του αγίου Συμεών. Και ως γνωστόν ο άγιος σημαδεύει όσους παραβιάζουν την αργία του, και σημάδεψε το παιδί στην πλάτη. Ο Παγίδας «με την πλάτη του αγριμιού» γίνεται κοντραμπατζής κι εμπορεύεται λαθραίο καπνό στα μικρασιατικά παράλια.
Είτε Ιππότες του Έκεμπυ είτε Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου έχουν ανάγκη τον ψυχωμένο αρχηγό, τον Γιέστα Μπέρλινγκ ή τον Αντώνη Παγίδα. Κάποιον για να τους οδηγήσει στα μονοπάτια του παράλληλου δρόμου, στο ξεχωριστό τους πεπρωμένο.
Τι είναι οι Ιππότες του Έκεμπυ;

«Άντρες των οποίων η φήμη θα διατηρηθεί για πολύ καιρό στο Βέρμλαντ, άντρες άφοβοι, άντρες γενναίοι. Όχι πρόσωπα στεγνά, όχι τοκογλύφοι, αλλά άντρες φτωχοί, άντρες ανέμελοι. Ιππότες απ’ το πρωί ως το βράδυ. Όχι ευτελείς και ασήμαντοι, όχι κοιμισμένοι γαιοκτήμονες προσκολλημένοι στη γη τους. Άντρες χαρούμενοι, περήφανοι, τυχοδιώκτες των μεγάλων δρόμων, καβαλάρηδες με εκατό περιπέτειες στο ενεργητικό τους… Αδέλφια Ιππότες! … Ξέρετε να κρατάτε την καρδιά σας μακριά απ’ το χρυσάφι και τα χέρια σας μακριά απ’ τη δουλειά».[7]

Τι ήταν οι κοντραμπατζήδες;

«Ήταν θεοπάλαβα, χαμένα κορμιά. Μέσα τους έκαιγε ένας δαίμονας, το πάθος για το αίμα και για τον κίνδυνο. Παίζανε κάθε μέρα μονά-ζυγά τη ζωή τους, χτυπούσανε και χτυπιόντουσαν. Ήταν ένα παιχνίδι με τη φωτιά και με το θάνατο, που έπρεπε να γίνεται όσο πιο πολύ μπορούσε παλαβά και ασυλλόγιστα, για νάχει νόημα, για να δίνει λίγη γαλήνη, να σβήνει λίγο το καυτό σίδερο. Ήταν οι πιο χουβαρντάδες άντρες και ποτές κανένας κοντραμπατζής δεν φύλαγε το χρυσάφι απ’ το αμέτρητο κέρδος του. Το σκορπούσαν σε ξακουστά γλέντια που βαστούσαν μέρες, το ξοδεύαν σε γυναίκες, το μοιράζαν σε φτωχές νοικοκυρές. Έτσι το παιχνίδι της φωτιάς έμενε στην καθαρή του μορφή, χωρίς πραχτικό σκοπό. Ήταν ανάγκη. Κι όσο πιο τρελά γινόταν, τόσο η χίμαιρα και η γαλήνη γινόταν πιο ασύλληπτη. Το καυτό σίδερο δεν σβήνει, ολοένα καίει, ησυχία είναι μονάχα ο τάφος. Τίποτα απ’ το ασίγαστο τούτο πάθος δε φαινόταν στα πρόσωπα των κοντραμπατζήδων… Ποτές δεν κλέβαν, μήτε συγχωρούσανε την κλεψιά… Σέβονταν όμως το φονιά. Ποτές δεν ξετάζαν για ποια αφορμή ήταν ο φόνος που έκαμε, αν ήταν δίκιος ή άδικος. Για να σκοτώσεις θα πει πως αλλιώς δε γινόταν: έπρεπε. Θα πει ακόμα πως περιμένεις κι εσύ το βόλι, πως είσαι από κείνους που μπορούν να το περιμένουν… Γι’ αυτό ο φονιάς είναι ο ικέτης στο ιερό τους: είχαν χρέος να τον προστατέψουν».[8]

Η Ντόρις Βηλαρά και η Κυρά του Έκεμπυ

Και δίπλα στην ιερότητα και την αποκοτιά αυτών των ανδρών, και στις δύο αφηγήσεις αναπτύσσονται τα πρόσωπα των γυναικών. Άλλοτε ορμητικές και ανυποχώρητες (όπως η Άρτεμη στην Αιολική Γη, ή όπως η Άννα και η Μαριάννα στον Γιέστα Μπέρλινγκ) και άλλοτε τρυφερές και υποταγμένες (όπως η γιαγιά και η Λένα στην Αιολική Γη ή όπως η κόμισσα Ντόνα και η γριά Ούλρικε στον Γιέστα Μπέρλινγκ). Δύο όμως γυναικείες μορφές ξεχωρίζουν. Είναι η Ντόρις Βηλαρά και η Κυρά του Έκεμπυ.
Η Ντόρις έχει ελληνική καταγωγή, αλλά έρχεται από τη Σκωτία, νύφη στην οικογένεια Βηλαρά που το υποστατικό της είναι κοντά στο υποστατικό του αφηγητή στην Αιολική Γη. Καβαλικεύει και κυνηγάει σαν άντρας, γίνεται το αντικείμενο της επιθυμίας ενός νεαρού κυνηγού που την συντροφεύει και ξυπνάει την πρώτη και γι’ αυτό παθιασμένη ερωτική αντιζηλία στην ερωτευμένη με τον κυνηγό Άρτεμη. Στην τελετή της υποδοχής της την καλωσορίζουν οι κοντραμπατζήδες του Αντώνη Παγίδα και οργανώνεται προς τιμήν της η πάλη των ντεβέδων. Την προειδοποιούν ότι το θέαμα είναι βάρβαρο, αλλά αυτή δεν δειλιάζει.

«Έρχουμαι από μια χώρα τραχειά, λέει η Ντόρις, που ξέρει να κοιτάζει τα πράγματα καταπρόσωπο. Είναι ‘’Ανατολή’’ αυτό που θα δω;».[9]

Και το είδε.

«… Μα τα καστανά μάτια που ήρθαν απ’ τον Ωκεανό είναι άγρια φωτισμένα. Όλο το πρόσωπό της λάμπει. –Μου άρεσε πολύ».[10]

Στον Γιέστα Μπέρλινγκ δεν μπορούσες να μην αναγνωρίσεις την Κυρά του Έκεμπυ - από την περιγραφή της και μόνον:

«… γύριζε ασφαλώς από το δάσος όπου είχε πάει να επιτηρήσει τα καρότσια που μετέφεραν τα κάρβουνα- με μαυρισμένα τα χέρια, με μια πίπα από πηλό στο στόμα της, με μια κοντή αφοδράριστη κάπα από προβιά και ριγέ υφαντή φούστα, με χοντρές μπότες, μ’ ένα μαχαίρι χωμένο στο μπούστο της…».[11]


«Είναι σπουδαία γυναίκα η Κυρά! … Είναι η πιο πλούσια γυναίκα στο Βέρμλαντ, θαρραλέα σαν άντρας, περήφανη σαν βασίλισσα…».[12]

Και στις δύο γυναίκες ο σύζυγος απουσιάζει. Ο άντρας της Ντόρις την αφήνει με τους γονείς του και φεύγει για την Ελλάδα κι έτσι η αφήγηση μπορεί να την ντύσει μ’ αυτόν τον αέρα της ελευθερίας που θα ήταν ίσως αδύνατη για μια παντρεμένη γυναίκα. Ο άντρας της Κυράς επισκιάζεται από την λάμψη της. Είναι μοιχαλίδα η Κυρά, γιατί μόνον έτσι μπορεί να δικαιολογηθεί και η δύναμη και η πτώση της, καταραμένη απ’ τη μάνα της «να έχει για κρεβάτι ένα δεμάτι άχυρα και σπίτι το μεγάλο δρόμο»,[13] προδομένη τελικά απ’ τους Ιππότες της, με τη βοήθεια του Κερασφόρου που επί γης ακούει στο όνομα Σίντραμ.

Η τιμωρία της λογικής

Βιβλία σαν την Αιολική Γη και τον Γιέστα Μπέρλινγκ έχουν σαν κινητήρια δύναμη τη νοσταλγία και σαν έδαφος ανάπτυξης έναν οριστικά χαμένο επίγειο παράδεισο. Ο ορθολογισμός τους είναι εξ ορισμού ελάχιστος, αφού δεν εξυπηρετεί την αφήγηση, και κατά κανόνα τιμωρητέος, αφού αγνοεί τη χαρά της ζωής.
Η Αγάπη είναι η μόνη από τις αδελφές του αφηγητή στην Αιολική Γη που δεν συμμετέχει στα παιχνίδια των υπόλοιπων, καθώς είναι αφοσιωμένη στα μαθηματικά. Στο δρόμο όμως της εξορίας πια, αναζητάει αυτά που έχασε.

«Η Αγάπη έχει στυλώσει αφηρημένα τα μάτια της στα άστρα. Πόσο πολύ τα μελέτησε τον τελευταίο καιρό, πόσο πολύ μέτρησε τις αποστάσεις τους με τους αριθμούς! Όμως τώρα που τα κοιτάζει, φεύγοντας απ’ τη γενέθλια γη για δύσκολους δρόμους, τώρα μόνο το ανακαλύπτει: βλέπει πως αυτό ήταν το λάθος της, το ανεπανόρθωτο λάθος. Τα άστρα της ξέφυγαν. Όταν εμείς ζούσαμε τις χίμαιρές μας στα φαράγγια της Αιολικής γης, όταν δημιουργούσαμε παντοτινούς συντρόφους που έμελλε πια να μας ακολουθούν σ’ όλες τις πικρές μέρες του μέλλοντος, εκείνη ήθελε να κατεβάσει, τόσο μικρή, τον ουρανό στη γη. Καημένη Αγάπη…».[14]

Ο Ιππότης Έμπερχαρντ είναι φιλόσοφος. Και περνάει τις μέρες του για να συγγράψει το έργο που θα αποδείξει ότι ο Θεός (ο γερο-Γιεχωβάς) είναι ψευδαίσθηση, καπνός, νεκρογέννητος συλλογισμός του ανθρώπινου μυαλού.

«Γιατί δεν απολαμβάνει ο Έμπερχαρντ, όπως οι άλλοι Ιππότες, … τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού που χάνεται; Ποτέ κανένας δεν θυσιάστηκε ατιμωρητί στη θεά της σοφίας… Γιατί να μην απολαύσεις Έμπερχαρντ τις τελευταίες μέρες του καλοκαιριού; Ο θάνατος θα σε χωρίσει γρήγορα από το γραφείο σου επειδή δεν απόλαυσες τη χαρά της ζωής».[15]

Ο Θάνατος, η Ανάγκη και οι Άγιοι

Στην Αιολική Γη ο θάνατος υπακούει κατά κανόνα στην Ανάγκη και δεν έχει την τιμωρητική διάσταση που έχει η έλευση του θανάτου στον Γιέστα Μπέρλινγκ ως διαρκής υπόμνηση της ματαιότητας του βίου. Ανάγκη και Θεϊκή τιμωρία βαδίζουν χέρι-χέρι με τους επικούς ήρωες και αντικαθιστούν ουσιαστικά τους χαρακτήρες που απουσιάζουν. Και είναι ακριβώς η ηρωική διάσταση που έχει η συνάντησή τους με το θάνατο, που χτίζει το χαρακτήρα τους. Και στα δύο βιβλία, δύο τουλάχιστον ήρωες ζουν την εξόδια τελετή τους ενώ είναι ακόμα ζωντανοί.
Στην Αιολική Γη, οι κοντραμπατζήδες διηγούνται με συγκίνηση τα κατορθώματα του Αντώνη Παγίδα τη νύχτα πριν χτυπηθεί μέχρι θανάτου με τον παιδικό του φίλο (σ. 278-283). Και στον Γιέστα Μπέρλινγκ, ένα πλήθος συγκεντρωμένων ανθρώπων διηγείται τις πράξεις του, τραυματισμένου αλλά ακόμα ζωντανού, λοχαγού Λέναρντ στην δύσπιστη γυναίκα του που ακτινοβολεί από περηφάνια (σ. 405-406).
Όμως οι άνθρωποι, είτε του έπους στην Λάγκερλεφ είτε στον επικό ξεριζωμό στον Βενέζη, έρχονται από έναν πολυθεϊστικό κόσμο και θα αντιστέκονται για πάντα στη σκληρή μονοθεϊστική εξουσία και στον ανελέητο κατατρεγμό της. Αναζητούν την παρηγοριά και γι’ αυτό και θα διασώζουν για πάντα τους μεσολαβητές Αγίους τους.
Στη μικρή προτεσταντική εκκλησία του Σβάρτσουε, ο κόμης Ντόνα αφαίρεσε τους επιχρυσωμένους γύψινους αγίους της για να μην διασπούν την αυτοσυγκέντρωση των πιστών. Τους ρίχνει στη λίμνη, απ’ όπου όμως τους διασώζουν οι Ιππότες του Έκεμπυ και τους επιστρέφουν στην εκκλησία.

«Επέστρεφαν μουσκεμένοι από το νερό της Λέβεν, βρομισμένοι από την πράσινη λάσπη και τον καφέ πηλό… Σηκώθηκαν από τον υγρό τους τάφο και γύρισαν στην εκκλησία όπου τους αναγνώρισαν όλοι οι ενορίτες: ο Άγιος Ούλαφ, ο γερασμένος Βίκινγκ, περπατάει πρώτος με στεφανωμένο το κράνος. Τον ακολουθεί ο Άγιος Έρικ με τα χρυσά λουλούδια στο μανδύα του, και ο γκρίζος Άι Γιώργης κι ο Άγιος Χριστόφορος. Έχουν μείνει πίσω μόνο η Βασίλισσα του Σαβά και η Ιουδήθ».[16]

Καλοκαίρι του 1914, αρχίζουν οι διωγμοί των χριστιανικών πληθυσμών στην Αιολική Γη. Ξεριζωμένοι άνθρωποι φτάνουν στο υποστατικό του αφηγητή, προοιωνίζοντας και τον δικό του ξεριζωμό. Φέρνουν μαζί τους ένα σεντούκι με τον εφέστιο θεό τους, έναν άγιο που μαρτύρησε στον τόπο τους.

«Ξαπλωμένο κει μέσα… ήταν το λείψανο ενός εφήβου… Ήταν κάτι σα μούμια, ένα μελαψό πετσί που σκέπαζε τα κόκκαλα κι έδινε σχήμα ανθρωπινό στο σώμα… Κοίταξε το ποδαράκι του, μουρμούρισε μια γριούλα. Πόσο είναι νέος… Μαρτύρησε πριν από χρόνους… Η ευλάβεια … έδινε τόνο βαθειάς τρυφερότητας στη χειρονομία… Κοίταξε τι ήμερο λείψανο που είναι… Το είδαν τα άστρα. Το είδε η νύχτα. Το είδε ο Παγίδας. Ένα δυνατό σύγκρυο πέρασε όλο το κορμί του…».[17]

Παράδοξοι ήρωες και οι παράδοξες αναζητήσεις τους

Υπάρχουν κάποια πρόσωπα στην Αιολική Γη που νομίζεις πως δεν θα βρεις ποτέ το όμοιό τους, έτσι όπως γεννιούνται απ’ την αφήγηση του Βενέζη. Είναι ο Κυνηγός με τα κίτρινα άστρα, ο άνθρωπος που ήθελε να βρει το αεικίνητο κι αυτός που αναζητούσε ένα καμήλι με άσπρο κεφάλι.
Οι Ιππότες όμως του Έκεμπυ, «η φάλαγγα των δώδεκα που ξαναζούνε σε κάθε εποποιία»,[18] έχουν όλη την παραδοξότητα που χρειάζεται για την αναζήτηση του αδύνατου.
Πώς μπορείς να σκοτώσεις μια αρκούδα στα Κιμιντένια, για να της αρπάξεις το μικρό της και να το δωρίσεις στην αρχόντισσα Ντόρις; Και πώς μπορείς να σκοτώσεις τη μεγάλη αρκούδα του Βέρμλαντ που ξύπνησε βίαια απ’ τον χειμερινό της ύπνο και σκορπίζει το φόβο στους ανθρώπους; Η σφαίρα που σκοτώνει ένα τέτοιο πλάσμα δεν μπορεί να είναι συνηθισμένη.
Ο κυνηγός με τα κίτρινα άστρα παραμονεύει και στο χέρι του σφίγγει δυνατά το μαρτίνι.

«Μες το μαρτίνι είναι ένα κομμάτι μολύβι. Το ‘βγαλε απ’ τα σπλάχνα της γης της Αφρικής ένας νέγρος δούλος. Το δούλεψε και το ‘καμε καθάριο μέταλλο φωτιά καμωμένη με κάρβουνο που βγήκε απ’ τα βάθη της γης της Ουαλλίας. Το μολύβι ύστερα ταξίδεψε στην Αιολική γη κι έπεσε στα χέρια ενός κυνηγού που έχει στο κεφάλι του μια μαντίλα με κίτρινα άστρα. Ένα πρωινό του καλοκαιριού τα δόντια του κυνηγού δαγκάνουν το μολύβι ενώ η καρδιά του χαμογελά. Και το μολύβι φεύγει, να πάει να τελειώσει την ιστορία της μεγάλης αρκούδας του Λιβάνου για ένα κορίτσι που γεννήθηκε στη Σκωτία, που έχει τα καστανά μάτια των κοριτσιών του Αιγαίου, και που έζησε μιαν ώρα στη σπηλιά των αγριογουρουνιών».[19]

Ο Ιππότης Άντερς Φουκς είναι αρκουδοκυνηγός. Με το μαχαίρι του άφησε μονόφθαλμη τη μεγάλη αρκούδα των βουνών του Βέρμλαντ, αλλά δεν είχε καταφέρει να την σκοτώσει.

«Δεν ήταν μια συνηθισμένη αρκούδα. Για να τη σκοτώσουν έπρεπε να έχουν στο τουφέκι τους μια σφαίρα από ασήμι ανακατεμένο με μπρούντζο από καμπάνα εκκλησίας, μια ασημένια σφαίρα που θα έλιωναν μια Πέμπτη βράδυ, στο καινούργιο φεγγάρι, μέσα στο καμπαναριό… Ναι, μόνον μια τέτοια σφαίρα θα τη σκότωνε».[20]

Μονάχα η μοίρα των αρκουδοκυνηγών αλλάζει. Αυτός με τα κίτρινα άστρα σκοτώνεται και ο ίδιος αμέσως μετά, από άτακτους τούρκους στρατιώτες. Ο Άντερς Φουκς παραχωρεί την δύσκολα αποκτημένη σφαίρα του σε κάποιον άλλον, για να τον βοηθήσει να αποκτήσει την αναγνώριση που χρειάζεται. Και διαπιστώνει με ανακούφιση ότι δεν έχασε τελικά το θήραμά του, αφού η σκοτωμένη αρκούδα δεν ήταν αυτή που είχε ο ίδιος κάποτε τραυματίσει.
Ο Στέφανος, ο σαμαράς του Αϊβαλιού, φοβόταν τον έρωτα και κάθε μορφής υπερβολή. Μόνον μια εφημερίδα διάβαζε κι έτσι άνοιξε η όρεξή του για τα βιβλία. Μεγάλες και ηρωικές ιδέες τον επισκέφτηκαν και λίγο-λίγο τον κέρδισε ο κόσμος των άλλων. Η τρέλα του άρχισε μ’ έναν άνισο έρωτα που για χάρη του θέλησε να κατασκευάσει κάτι μοναδικό. Και το ανακάλυψε σε ένα κουρδιστό ρολόι που έπαιζε μουσική. Από εκείνη τη στιγμή άρχισε να κυνηγάει το «Αεικίνητο», εκείνο το μικρό ελατήριο που θα έκανε τη μουσική του ρολογιού να διαρκέσει για πάντα. Βρήκε καταφύγιο στην προστασία των κοντραμπατζήδων και στο σεβασμό που ένοιωθαν για την ιερή του τρέλα. Και τότε ήρθε στη ζωή του όραμα Κυρίου και του μίλησε.

«Πορεύου το μεγάλο δρόμο των καραβανιών που είναι πέρα απ’ τους ανεμόμυλους. Πορεύου και πήγαινε, πήγαινε! Κάποτε θα φτάσεις στους Αγίους Τόπους, εκεί που μαρτύρησε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Μόλις πατήσεις στη γη της Ιερουσαλήμ, την ίδια στιγμή το μυστικό θα σου αποκαλυφθεί: Θα βρεις τη βίδα που γυρεύεις, θα κρατήσεις για πάντα τους ήχους…».[21]

Ο Ιππότης Κεβενχούλερ ήξερε τα πάντα για τους τροχούς, τα εκκρεμή και τα ελατήρια, και η επιθυμία του ήταν να γίνει εφευρέτης και ευεργέτης της ανθρωπότητας. Έτσι άφησε το σπίτι του στη Γερμανία και πήρε τους δρόμους. Όταν έφτασε στο Βέρμλαντ γνώρισε την «κυρά του δάσους», το τρολ με την αλεπουδίσια ουρά, και τον ξετρέλανε η ομορφιά της. Εκείνη κολακευμένη του έδωσε το χάρισμα να κατασκευάζει ό,τι επιθυμούσε, αλλά μόνον ένα από κάθε είδος. Ρίχτηκε στη δουλειά και κατασκεύασε μια άμαξα που κινούνταν μόνη της. Η φήμη της έφτασε στο βασιλιά που θέλησε αμέσως να την αγοράσει. Όμως ο Κεβενχούλερ κατέστρεψε το έργο του, συνειδητοποιώντας ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να το πολλαπλασιάσει. Το ίδιο έγινε και με την πτητική του μηχανή. Άρχισε να τριγυρίζει στα δάση για να ξαναβρεί το τρολ και να το αναγκάσει να πάρει πίσω τη δέσμευση που είχε επιβάλλει στη μεγαλοφυία του. Άσπρισε και γέρασε χωρίς να το καταφέρει και παραδόθηκε στην πιο θλιμμένη εγκατάλειψη ανάμεσα στους Ιππότες του Έκεμπυ. Μέχρι που το τρολ εμφανίστηκε ξανά και ο Κεβενχούλερ ρίχτηκε και πάλι στη δουλειά και κατασκεύασε το δικό του Αεικίνητο, έναν τροχό που γύριζε ασταμάτητα και σκόρπιζε φως και θερμότητα. Είχε δημιουργήσει έναν ήλιο, αλλά χρειάστηκε κι αυτόν να τον καταστρέψει.

«Τι θαυμάσια εφεύρεση! Δεν θα υπήρχε πια στη γη κρύο και σκοτάδι. Ο ήλιος του ουρανού θα εξακολουθούσε φυσικά να ανατέλλει και να δύει, αλλά όταν θα εξαφανιζόταν θα άναβαν οι χιλιάδες ήλιοι του Κεβενχούλερ. Θα θέριζαν τα ώριμα σπαρτά κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό του χειμώνα. Οι φράουλες και οι μύρτιλλοι θα κοκκίνιζαν στα δάση όλο το χρόνο. Οι πάγοι δεν θα φυλάκιζαν πια το νερό. Η εφεύρεσή του θα δημιουργούσε μια καινούργια γη… Κατάλαβε όμως πριν προλάβει να ολοκληρώσει τις σκέψεις του πόσο μάταιες ήταν…».[22]

Ο τούρκος καμηλιέρης Αλής ταξίδευε κι αυτός στο δρόμο των μεγάλων καραβανιών της Ανατολής, αναζητώντας ένα σπάνιο ζώο, ένα καμήλι με άσπρο κεφάλι.

«Ποτές ο πατέρας του δεν είχε δικές του καμήλες. Δούλευε για άλλον αφέντη. Και σαν πέθανε δεν άφησε στο γιο του τίποτα, πάρεξ το δεσμό με τους ήχους».[23]

Και αφού έχασε το καμήλι, ο Αλής έπαψε να ενδιαφέρεται για το καραβάνι.

«…οι ήχοι δεν μιλούσαν πια. Γιατί στον τόπο τους είχε μπει τώρα άλλη φωνή πιο δυνατή, αυτή που θα ‘ρθει σε κάθε άνθρωπο, μια φορά μονάχα και ποτέ άλλη, κι ύστερα ο άνθρωπος θα την κυνηγά σα σκιά που φεύγει, πάντα φεύγει».[24]

Ο Ιππότης Λέβενμποργκ αναζητάει κι αυτός τους ήχους, σαν τη σκιά που πάντα φεύγει. Πάνω σε ένα μεγάλο τραπέζι από άσπρο ξύλο ζωγράφισε τα πλήκτρα ενός πιάνου και εκεί εξασκείται στις τριάντα επτά σονάτες του Μπετόβεν. Έρχεται όμως η στιγμή που πρέπει να παίξει σε ένα αληθινό πιάνο για χάρη του θλιμμένου Γιέστα Μπέρλινγκ.

«Τι απογοήτευση! Το ιερό όργανο δεν είναι ιερό. Έχει χάσει την καθαρή, τρυφερή μελωδία του ονείρου. Δεν ακούς το υπόκωφο μουγκρητό του κεραυνού, τα βογκητά της θύελλας, τη θεϊκή αρμονία… Είναι ένα παλιό πιάνο που τρίζει, τίποτα άλλο».[25]

Και ύστερα του φέρνουν το δικό του ζωγραφισμένο πιάνο.

«Ο Λέβενμποργκ σκουπίζει τα δάκρυά του και αρχίζει να παίζει… Στο γέρικο κεφάλι του αντηχούν εξαίσιες μελωδίες… Η έκσταση που νιώθει αυξάνεται με κάθε νότα. Διακρίνει τη μεγαλόπρεπη αντήχηση».[26]

Κι ακόμα ο μικροκαμωμένος Ιππότης Ρουστρ, ο τυμπανιστής, που είχε πάρει μέρος στην εκστρατεία της Γερμανίας το 1813, και που μιλούσε ακούραστα για τα θαύματα αυτής της χώρας, ασύλληπτα γι’ αυτούς που τον άκουγαν, όσο εξωπραγματικό φάνταζε και το καμήλι με το άσπρο κεφάλι στις αφηγήσεις του Αλή.

«Οι άνθρωποι, έλεγε, είναι ψηλοί σαν τα καμπαναριά, τα χελιδόνια μεγάλα σαν αετοί, οι μέλισσες σαν χήνες. –Και οι κυψέλες; τον ρωτούσαν. –Οι κυψέλες; Είναι σαν τις δικές μας. –Και πώς μπαίνουν οι μέλισσες; -Αυτό είναι δική τους δουλειά! απαντούσε ο Ρουστρ».[27]

Το έργο του κριτικού

Αν η δουλειά μας είναι κατά κανόνα η πραγματικότητα, δικαιούμαστε να αναζητήσουμε στο έπος το μύθο και το πάθος. Δικαιούμαστε να μαγευτούμε και να αναζητήσουμε την αναλογία χωρίς διάθεση κριτικής. Η Αιολική Γη και ο Γιέστα Μπέρλινγκ δεν είναι βιβλία που προσφέρονται στην κριτική. Και ας μην ξεχνάμε ότι η κριτική στέκεται απέναντι και όχι δίπλα στο βιβλίο. Και εντελώς άδικα αναζητάει αυτά που παρέλειψε ο συγγραφέας. Αλλά αυτό που ο συγγραφέας ήθελε να πει είναι τελικά δική του δουλειά!
Ο Ηλίας Βενέζης και η Σέλμα Λάγκερλεφ μοιράζονται την ίδια εκρηκτική νοσταλγία, που επιτρέπει στη μνήμη να ανακαλέσει όλον τον επίγειο παράδεισο, την Εδέμ πριν την πτώση. Και η πτώση στην περίπτωση του Βενέζη είναι ο βίαιος ξεριζωμός από έναν τόπο, μια εποχή και μια ηλικία, ενώ στην περίπτωση της Λάγκερλεφ είναι ο ίδιος ο πολιτισμός που περιορίζει τελικά τις μέλισσες σε ένα μέγεθος ικανό να χωρέσει στην κυψέλη.

Υποσημειώσεις

  1. Ηλίας Βενέζης, Αιολική Γη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, ιδ’ έκδοση, Αθήνα, 1978, σελ. 24.
  2. Σέλμα Λάγκερλεφ, Το τραγούδι της ζωής [ελληνική απόδοση του αρχικού τίτλου Η σάγκα του Γιέστα Μπέρλινγκ], μτφ. Τασσώ Καββαδία, Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1988, σελ. 31.
  3. Βενέζης, όπ.π., σελ. 157.
  4. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 377, 379.
  5. Βενέζης, όπ.π., σελ. 46.
  6. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 73.
  7. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 36, 39.
  8. Βενέζης, όπ.π., σελ. 250-251.
  9. Βενέζης, όπ.π., σελ. 171.
  10. Βενέζης, όπ.π., σελ. 173.
  11. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 20.
  12. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 36.
  13. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 25.
  14. Βενέζης, όπ.π., σελ. 307.
  15. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 372.
  16. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 310-311.
  17. Βενέζης, όπ.π., σελ. 288.
  18. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 41.
  19. Βενέζης, όπ.π., σελ. 228.
  20. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 119.
  21. Βενέζης, όπ.π., σελ. 105.
  22. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 394.
  23. Βενέζης, όπ.π., σελ. 79.
  24. Βενέζης, όπ.π., σελ. 83.
  25. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 287.
  26. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 287.
  27. Λάγκερλεφ, όπ.π., σελ. 437.