Corpus Fontium Iuris/Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας (1926)

Από Αρχειοπαίδεια
Παραπέμψτε στην παρούσα σελίδα: Ιάσων Κουτούφαρης-Μαλανδρίνος (επιμ.), «Corpus Fontium Iuris/Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας (1926)», Archiopedia / Αρχειοπαίδεια (Ιανουάριος 2024), σελ. 269 (αναθεώρηση υπ’ αριθμ. -), ISSN 2732-6012. DOI: Δεν έχει αποδοθεί ακόμη.

Σημειώνεται ότι μέχρι την απόδοση του DOI το κείμενο υπόκειται σε διαρκείς βελτιώσεις. Ελέγχοντας τον αριθμό της αναθεώρησης μπορείτε να εξακριβώσετε εάν διαβάζετε διαφορετικές εκδοχές της παρούσας σελίδας.


ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ


Ἡ τριακονταμελὴς Συνταγματικὴ Ἐπιτροπή, συσταθεῖσα δυνάμει τοῦ ψηφίσματος τῆς 30 Ἰουνίου 1925 τῆς Δ’ ἐν Ἀθήναις Ἐθνικῆς τῶν Ἑλλήνων Συνελεύσεως, συνέταξε καὶ παραδίδει εἰς τὴν δημοσιότητα κατ’ ἐντολὴν αὐτῆς, τὸ Σύνταγμα τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας συμφώνως πρὸς τὸ πνεῦμα καὶ τὴν θέλησιν τοῦ Ἔθνους, ὅπως δι’ αὐτοῦ στερεωθῇ τὸ πατροπαράδοτον καὶ καθιερωθὲν ἐκ νέου μὲ τὴν ἐλευθέραν ψῆφον τῶν πολιτῶν δημοκρατικὸν πολίτευμα, ἀσφαλισθοῦν αἱ πολιτικαὶ ἐλευθερίαι, τὰ ἀτομικὰ δίκαια τῶν πολιτῶν, ἰσοπολιτεία καὶ δικαιοσύνη καὶ σιγήσουν τὰ προκαλέσαντα ἐμφύλιον διχασμὸν πάθη διὰ νὰ δυνηθῇ ὁ Λαός, χρησιμοποιῶν ἁρμονικὰ τὰς δυνάμεις του, νὰ ἀφοσιωθῇ ὁλοψύχως εἰς τὴν συνέχισιν τῆς ἐκπολιτιστικῆς καὶ ἀνθρωπιστικῆς ἀποστολῆς τῆς Ἑλλάδος.



ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’: Μορφὴ καὶ βάσεις τοῦ Πολιτεύματος

Ἄρθρον 1

Τὸ Ἑλληνικὸν κράτος εἶνε Δημοκρατία. Ἅπασαι αἱ ἐξουσίαι πηγάζουν ἀπὸ τὸ Ἔθνος, ὑπάρχουν ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ ἀσκοῦνται καθ’ ὃν τρόπον ὁρίζει τὸ Σύνταγμα.

Ἄρθρον 2

Ἡ νομοθετικὴ ἐξουσία ἀσκεῖται ὑπὸ τῆς Βουλῆς καὶ τῆς Γερουσίας.

Ἄρθρον 3

Ἡ ἐκτελεστικὴ ἐξουσία͵ ἀσκεῖται ὑπὸ τοῦ Προέδρου τῆς Δημοκρατίας διὰ τῶν ὑπευθύνων Ὑπουργῶν.

Ἄρθρον 4

[1.] Ἡ δικαστικὴ ἐξουσία ἀσκεῖται ὑπὸ δικαστηρίων ἀνεξαρτήτων, ὑποκειμένων μόνον εἰς τοὺς νόμους.

[2.] Αἱ δικαστικαὶ ἀποφάσεις ἐκδίδονται καὶ ἐκτελοῦνται ἐν ὀνόματι τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’: Δημόσιον δίκαιον τῶν Ἑλλήνων

Ἄρθρον 5

[1.] Οἱ Ἕλληνες εἶνε ἴσοι ἐνώπιον τοῦ νόμου καὶ συνεισφέρουν ἀδιακρίτως εἰς τὰ δημόσια βάρη ἀναλόγως τῶν δυνάμεών των. Εἰς τὰς δημοσίας λειτουργίας εἶνε δεκτοὶ μόνον πολῖται Ἕλληνες, πλὴν τῶν δι’ εἰδικῶν νόμων εἰσαγομένων εἰδικῶν ἐξαιρέσεων.

[2.] Οὐδεὶς δύναται νὰ διορισθῇ δημόσιος ὑπάλληλος εἰς μὴ νομοθετημένην θέσιν.

[3.] Πολῖται εἶνε ὅσοι ἀπέκτησαν ἢ ἀποκτήσουν τὰ προσόντα τοῦ πολίτου, κατὰ τοὺς νόμους τοῦ Κράτους. Εἰς πολίτας Ἕλληνας τίτλοι εὐγενείας ἢ διακρίσεως ἢ παράσημα, πλὴν τῶν μεταλλίων πολέμου, οὔτε ἀπονέμονται, οὔτε ἀναγνωρίζονται.

Ἄρθρον 6

Ὅλοι, ὅσοι εὑρίσκονται ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας, ἀπολαύουν ἀπολύτου προστασίας τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐλευθερίας των ἀδιακρίτως ἐθνικότητος, θρησκείας καὶ γλώσσης. Ἐξαιρέσεις ἐπιτρέπονται εἰς τὰς περιπτώσεϊς, τὰς προβλεπομένας ἀπὸ τὸ Διεθνὲς Δίκαιον.

Ἄρθρον 7

Ποινὴ δὲν ἐπιβάλλεται ἄνευ νόμου, ὁρίζοντος προηγουμένως αὐτήν.

Ἄρθρον 8

Οὐδεὶς ἀφαιρεῖται ἄκων τοῦ παρὰ τοῦ νόμου ὡρισμένου εἰς αὐτὸν δικαστοῦ.

Ἄρθρον 9

[1.] Ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως εἶνε ἀπαραβίαστος.

[2.] Τὰ τῆς λατρείας πάσης θρησκείας τελοῦνται ἐλευθέρως ὑπὸ τὴν προστασίαν τῶν νόμων, ἐφόσον δὲν ἀντίκεινται εἰς τὴν δημοσίαν τάξιν καὶ τὰ χρηστὰ ἤθη. 'Ο προσηλυτισμὸς ἀπαγορεύεται.

[3.] Ἐπικρατοῦσα θρησκεία ἐν Ἑλλάδι εἶνε ἡ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας.

[4.] Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὑπάρχει ἀναποσπάστως ἡνωμένη δογματικῶς μετὰ τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης καὶ πάσης ἄλλης ὁμοδόξου τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, τηροῦσα ἀπαασαλεύτως, ὡς ἐκείνη, τοὺς ἱερούς, ἀποστολικοὺς καὶ συνοδικοὺς κανόνας καὶ τὰς ἱερὰς παραδόσεις. Εἶνε δὲ αὐτοκέφαλος, ἐνεργοῦσα ἀνεξαρτήτως πάσης ἄλλης Ἐκκλησίας τὰ κυριαρχικὰ αὑτῆς δικαιώματα, καὶ διοικεῖται ὑπὸ Ἱερᾶς Συνόδου Ἀρχιερέων. Οἱ λειτουργοὶ ὅλων τῶν θρησκειῶν ὑπόκεινται εἰς τὴν αὐτὴν ὑπὸ τῆς Πολιτείας ἐπιτήρησιν, εἰς ἣν καὶ οἱ τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας.

[5.] Τὸ κείμενον τῶν Ἀγίων Γραφῶν τηρεῖται ἀναλλοίωτον. Ἡ εἰς ἄλλον γλωασικὸν τύπον ἀπόδοσις τούτων ἄνευ τῆς προηγουμένης ἐγκρίσεως τῆς Ἐκκλησίας ἀπαγορεύεται ἀπολύτως.

Ἄρθρον 10

Ἡ προσωπικὴ ἐλευθερία εἶνε ἀπαραβίαστος· οὐδεὶς καταδιώκεται, συλλαμβάνεται, φυλακίζεται ἢ ἄλλως πως περιορίζεται, εἰμὴ ὁπόταν καὶ ὅπως ὁ νόμος ὁρίζει.

Ἄρθρον 11

[1.] Ἐξαιρουμένου τοῦ αὐτοφώρου ἀδικήματος, οὐδεὶς συλλαμβάνεται, οὐδὲ φυλακίζεται ἄνευ ᾐτιολογημένου δικαστικοῦ ἐντάλματος, τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ κοινοποιηθῇ κατὰ τὴν στιγμὴν τῆς συλλήψεως ἢ προφυλακίσεως.
[2.] Ὁ ἐπ’ αὐτοφώρῳ ἢ δι’ ἐντάλματος συλλήψεως κρατηθεὶς προσάγεται εἰς τὸν ἁρμόδιον ἀνακριτὴν ἄνευ τινὸς ἀναβολῆς, τὸ βραδύτερον δ’ ἐντὸς εἴκοσι τεσσάρων ὡρῶν ἀπὸ τῆς συλλήψεως, ἂν δὲ ἡ σύλληψις ἐγένετο ἐκτὸς τῆς ἕδρας τοῦ ἀνακριτοῦ, ἐντὸς τοῦ ἀπολύτως ἀναγκαίου πρὸς μεταγωγὴν χρόνου.
[3.] Ὁ ἀνακριτὴς ὀφείλει, ἐντὸς τεσσαράκοντα ὀκτὼ τὸ πολὺ ὡρῶν ἀπὸ τῆς προσαγωγῆς, εἴτε ν’ ἀπολύσῃ τὸν συλληφθέντα, εἴτε νὰ ἐκδώσῃ κατ’ αὐτοῦ ἔνταλμα φυλακίσεως.
[4.] Ἡ προθεσμία αὕτη παρατείνεται μέχρι πέντε ἡμερῶν αἰτήσει τοῦ προσαχθέντος ἢ ἐξ ἀνωτέρας βίας, βεβαιουμένης ἀμέσως δι’ ἀποφάσεως τοῦ ἁρμοδίου δικαστικοῦ Συμβουλίου.
[5.] Παρελθούσης ἀπράκτου ἑκατέρας τῶν προθεσμιῶν τούτων, πᾶς δεσμοφύλαξ ἢ ἄλλος ἐπιτετραμμένος τὴν κράτησιν τοῦ συλληφθέντος, εἴτε πολιτικὸς ὑπάλληλος, εἴτε στρατιωτικός, ὀφείλει νὰ ἀπολύσῃ αὐτὸν παραχρῆμα.
[6.] Ἡ προφυλάκισις δὲν δύναται νὰ παραταθῇ ἐπὶ μὲν τῶν πλημμελημάτων πέραν τῶν τεσσάρων μηνῶν, ἐξαιρέσει τῶν τῆς ζῳοκλοπῆς, λαθρεμπορίας καὶ ζῳοκτονίας, ἐπὶ τῶν ὁποίων αὕτη δύναται νὰ παραταθῇ μέχρις ὀκτὼ μηνῶν δι’ ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῶν Ἐφετῶν, ἐπὶ δὲ τῶν κακουργημάτων, ἐξαιρέσει τοῦ φόνου καὶ τῆς λῃστείας, πέραν τῶν ὀκτὼ μηνῶν, ἐπιτρεπομένης παρατάσεως μόνον δι’ ἀποφάσεως τοῦ Συμβουλίου τῶν Ἐφετῶν, μέχρι τεσσάρων τὸ πολὺ ἀκόμη μηνῶν.
[7.] Οἱ παραβάται τῶν ἀνωτέρω διατάξεων τιμωροῦνται, διωκόμενοι καὶ ἐξ ἐπαγγέλματος, ἐπὶ παρανόμῳ κατακρατήσει, ὑποχρεοῦνται δὲ καὶ εἰς τὴν ἀνόρθωσιν πάσης ζημίας προσγενομένης εἰς τὸν παθόντα καὶ ἱκανοποίησιν αὐτοῦ διὰ χρηματικοῦ ποσοῦ, ὁριζομένου κατὰ τὴν κρίσιν τῶν δικαστῶν, οὐδέποτε δὲ κατωτέρου τῶν δέκα μεταλλικῶν δραχμῶν δι’ ἑκάστην ἡμέραν.
[8.] Ὁ εἰσαγγελεὺς ὑποχρεοῦται ἐντὸς εἴκοσι τεσσάρῶν ὡρῶν ἀπὸ τῆς παρελεύσεως τῶν ἄνω προθεσμιῶν τῇ αἰτήσει τοῦ ἐνδιαφερομένου νὰ διατάξῃ τὴν ἐκ τῶν φυλακῶν ἀπόλυσίν του.
[9.] Εἰδικὸς νόμος θέλει ὁρίσει τοὺς ὅρους, ὑπὸ τοὺς ὁποίους παρέχεται ἀποζημίωσις ἀπὸ τὸ Κράτος εἰς ἀδίκως προφυλακισθέντας ἢ καταδικασθέντας.

Ἄρθρον 12

Ἐπὶ πολιτικῶν ἐγκλημάτων δύναται πάντοτε τὸ Συμβούλιον τῶν Πλημμελειοδικῶν, τῇ αἰτήσει τοῦ προφυλακισθέντος, νὰ ἐπιτρέψῃ τὴν ἀπόλυσιν αὐτοῦ ἐπὶ ἐγγυήσει, ὁριζομένῃ ὑπὸ δικαστικοῦ βουλεύματος, καθ’ οὗ ἐπιτρέπεται ἀνακοπὴ ὑπὸ τοῦ κατηγορουμένου. Οὐδέποτε δύναται ἐπὶ τῶν ἐγκλημάτων τούτων ἡ προφυλάκισις νὰ παραταθῇ πέραν τῶν τριῶν μηνῶν.

Ἄρθρον 13

Οἱ Ἕλληνες ἔχουν τὸ δικαίωμα τοῦ συνέρχεσθαι ἡσύχως καὶ ἀόπλως· μόνον εἰς τὰς δημοσίας συναθροίσεις δύναται νὰ παρίσταται ἧ ἀστυνομία. Αἱ ἐν ὑπαίθρῳ συναθροίσεις δύνανται ν’ ἀπαγορευθοῦν, ἂν ὡς ἐκ τούτων ἐπίκειται κίνδυνος εἰς τὴν δημοσίαν ἀσφἀλειαν.

Ἄρθρον 14

Οἱ Ἕλληνες ἔχουν τὸ δικαίωμα τοῦ συνεταιρίζεσθαι, τηροῦντες τοὺς νόμους τοῦ Κράτους, οἵτινες ὅμως οὐδέποτε δύνανται νὰ ὑπαγάγουν τὸ δικαίωμα τοῦτο εἰς προηγουμένην τῆς Κυβερνήσεως ἄδειαν. Συνεταιρισμός τις δὲν δύναται νὰ διαλυθῇ ἕνεκα παραβάσεως τῶν διατάξεων τῶν νόμων, εἰμὴ διὰ δικαστικῆς ἀποφάσεως.

Ἄρθρον 15

[1.] Ἡ κατοικία ἑκάστου εἶνε ἄσυλον.
[2.] Οὐδεμία ἔρευνα ἢ εἴσοδος εἰς κατοικίαν ἐνεργεῖται, εἰμὴ ὅταν καὶ ὅπως ὁ νόμος διατάσσει, ἀλλὰ πάντοτε παρούσης τῆς δικαστικῆς Ἀρχῆς.
[3.] Προκειμένης ὅμως συλλήψεως προσώπου διωκομένου ἐπὶ κακουργήματι, εἴτε ἐπ’ αὐτοφώρῳ, εἴτε δυνάμει ἐντάλματος ἣ ἀποφάσεως, δύναται νὰ ἐνεργηθῇ τοιαύτη ἐπὶ παρουσίᾳ ἑνὸς ἀνακριτικοῦ ὑπαλλήλου καὶ τοῦ δημάρχου ἢ προέδρου τῆς κοινότητος ἤ δύο πολιτῶν.
[4.] Οἱ παραβάται τῶν διατάξεων τούτων τιμωροῦνται ἐπὶ καταχρήσει τῆς ἐξουσίας τῆς Ἀρχῆς, ὑποχρεοῦνται δὲ καὶ εἰς πλήρη ἀποζημίωσιν τοῦ παθόντος καὶ προσέτι εἰς ἱκανοποίησιν αὐτοῦ διὰ χρηματικοῦ ποσοῦ, ὁριζομένου κατὰ τὴν κρίσιν τοῦ δικαστηρίου, οὐδέποτε δὲ κατωτέρου τῶν ἑκατὸν μεταλλικῶν δραχμῶν.

Ἄρθρον 16

[1.] Ἕκαστος δύναται νὰ δημοσιεύῃ προφορικῶς, ἐγγράφως καὶ διὰ τοῦ τύπου τοὺς στοχασμοὺς του, τηρῶν τοὺς νόμους τοῦ Κράτους. Ὁ τύπος εἶνε ἐλεύθερος. Ἡ λογοκρισία, ὡς καὶ πᾶν ἄλλο προληπτικὸν μέτρον, ἀπαγορεύονται. Ἐξαιρετικῶς διὰ τοὺς κινηματογράφους δύνανται νὰ ληφθοῦν προληπτικὰ μέτρα πρὸς προστασίαν τῆς νεότητος. Ἀπαγορεύεται ὡσαύτως ἡ κατάσχεσις ἐφημερίδων καὶ ἄλλων ἐντύπων διατριβῶν, εἴτε πρὸ τῆς δημοσιεύσεως εἴτε μετ’ αὐτήν. Ἐπιτρέπεται κατ’ ἐξαίρεσιν ἡ κατάσχεσις μετὰ τὴν δημοσίευσιν, ἕνεκα προσβολῆς κατὰ τῆς χριστιανικῆς θρησκείας εἰς τὰς ὑπὸ τοῦ νόμου ὁριζομένας περιπτώσεις, ἕνεκα ἀσέμνων δημοσιευμάτων, προσβαλλόντων καταφανῶς τὴν δημοσίαν αἰδώ, ἀλλ’ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἐντὸς εἴκοσι τεσσάρων ὡρῶν ἀπὸ τῆς κατασχέσεως ὀφείλουν καὶ ὁ εἰσαγγελεὺς νὰ ὑποβάλῃ τὴν ὑπόθεσιν εἰς τὸ δικαστικὸν Συμβούλιον καὶ τοῦτο νὰ ἀποφανθῇ περὶ τῆς διατηρήσεως ἢ τῆς ἄρσεως τῆς κατασχέσεως, ἄλλως ἡ κατάσχεσις αἴρεται αὐτοδικαίως. Ἀνακοπὴ κατὰ τοῦ βουλεύματος ἐπιτρέπεται μόνον εἰς τὸν δημοσιεύσαντα τὸ κατασχεθέν.
[2.] Δύναται, καθ’ ὃν τρόπον νόμος ὁρίζει, ν’ ἀπαγορευθῇ ἐπὶ ἀπειλῇ κατασχέσεως καὶ ποινικῆς διώξεως ἡ δημοσίευσις εἰδήσεων ἢ ἀνακοινώσεων, ἀναγομένων εἰς στρατιωτικὰς κινήσεις ἢ εἰς ἔργα ὀχυρώσεως τῆς Χώρας. Εἰς τὴν κατάσχεσιν ἐφαρμόζονται αἱ ἀνωτέρω διατάξεις.
[3.] Ὁ τε ἐκδότης ἐφημερίδος καὶ ὁ συγγραφεὺς ἐπιληψίμου δημοσιεύματος, ἀναφερομένου εἰς τὸν ἰδιωτικὸν βίον, πλὴν τῆς κατὰ τοὺς ὅρους τοῦ ποινικοῦ νόμου ἐπιβαλλομένης ποινῆς, εἶνε ἀστικῶς καὶ ἀλληλεγγύως ὑπεύθυνοι εἰς πλήρη ἀνόρθωσιν πάσης προσγενομένης ζημίας καὶ εἰς ἱκανοποίησιν τοῦ παθόντος διὰ χρηματικοῦ ποσοῦ, ὁριζομένου κατὰ τὴν κρίσιν τοῦ δικαστοῦ, οὐδέποτε δ’ ἐλάσσονος τῶν διακοσίων μεταλλικῶν δραχμῶν.
[4.] Εἰς μόνον πολίτας Ἕλληνας ἐπιτρέπεται ἡ ἔκδοσις ἐφημερίδων.
[5.] Τὰ ἀδικήματα τοῦ τύπου δὲν θεωροῦνται ὡς ἐπ’ αὐτοφώρῳ.

Ἄρθρον 17

Βάσανοι καὶ γενικὴ δήμευσις ἀπαγορεύονται. Πολιτικὸς θάνατος δὲν ἐπιβάλλεται. Ἐπίσης θανατικὴ ποινὴ ἐπὶ πολιτικῶν ἐγκλημάτων, ἐκτὸς τῶν συνθέτων, δὲν ἐπιβάλλεται.

Ἄρθρον 18

Τὸ ἀπόρρητον τῶν ἐπιστολῶν εἶνε ἀπολύτως ἀπαραβίαστον.

Ἄρθρον 19

[1.] Οὐδεὶς στερεῖται τῆς ἰδιοκτησίας αὐτοῦ εἰμὴ διὰ δημοσίαν ὠφέλειαν προσηκόντως ἀποδεδειγμένην ὅτε καὶ ὅπως ὁ νόμος διατάσσει, πάντοτε δὲ προηγουμένης ἀποζημιώσεως. Ἡ ἀποζημίωσις ὁρίζεται πάντοτε διὰ τῆς δικαστικῆς ὁδοῦ. Ἐν περιπτώσει δ’ ἐπειγούσῃ δύναται καὶ προσωρινῶς νὰ ὁρισθῇ δικαστικῶς, μετ’ ἀκρόασιν ἢ πρόσκλησιν τοῦ δικαιούχου, ὅστις δύναται νὰ ὑποχρεωθῇ κατὰ τὴν κρίσιν τοῦ δικαστοῦ εἰς παροχὴν ἀναλόγου ἐγγυήσεως, καθ’ ὃν τρόπον ὁρίσει ὁ νόμος. Πρὸ τῆς καταβολῆς τῆς ὁριστικῆς ἢ προσωρινῶς ὁρισθείσης ἀποζημιώσεως διατηροῦνται ἀκέραια πάντα τὰ δικαιώματα τοῦ ἰδιοκτήτου, μὴ ἐπιτρεπομένης τῆς καταλήψεως.
[2.] Εἰδικοὶ νόμοι κανονίζουν τὰ τῆς ἰδιοκτησίας καὶ διαθέσεως τῶν μεταλλείων, ὀρυχείων, ἀρχαιολογικῶν θησαυρῶν, ἰαματικῶν καὶ ρεόντων ὑδάτων.

Ἄρθρον 20

Ἡ τέχνη καὶ ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ διδασκαλία αὐτῶν εἶνε ἐλεύθεραι, διατελοῦν δὲ ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Κράτους, τὸ ὁποῖον συμμετέχει εἰς τὴν ἐπιμέλειαν καὶ ἐξάπλωσιν αὐτῶν.

Ἄρθρον 21

[1.] Ἡ ἐκπαίδευσις διατελεῖ ὑπὸ τὴν ἀνωτάτην ἐποπτείαν τοῦ Κράτους καὶ ἐνεργεῖται δαπάνῃ αὐτοῦ ἢ τῶν ὀργανισμῶν τῆς τοπικῆς αὐτοδιοικήσεως.
[2.] Ἡ στοιχειώδης ἐκπαίδευσις εἶνε δι’ ὅλους ὑποχρεωτική, παρέχεται δὲ δωρεὰν ὑπὸ τοῦ Κράτους. Ὁ νόμος ὁρίζει διὰ τὴν στοιχειώδη ἐκπαίδευσιν τὰ ἔτη τῆς ὑποχρεωτικῆς φοιτήσεως, τὰ ὁποῖα δὲν δύνανται νὰ εἶνε ὀλιγώτερα τῶν ἕξ. Διὰ νόμου δύναται ἐπίσης νὰ καταστῇ ὑποχρεωτικὴ ἡ φοίτησις καὶ εἰς σχολεῖα συμπληρωματικὰ τῶν σχολείων τῆς στοιχειώδους ἐκπαιδεύσεως μέχρι τοῦ 18ου ἔτους τῆς ἡλικίας.
[3.] Εἰς τὴν ὀργάνωσιν τῆς ἐκπαιδεύσεως λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν αἱ βιωτικαὶ ἀνάγκαι καὶ ἐπιδιώκεται, ὅπως τὰ πνευματικὰ ἀγαθὰ γίνωνται ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον κτῆμα ὅλων τῶν πολιτῶν, διὰ τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ δημιουργοῦνται ἀπὸ ἀπόψεως ἐκπαιδεύσεως ἐξ ἴσου εὐνοϊκαὶ συνθῆκαι πρὸς ἀνάπτυξιν τῆς ἰδιοφυΐας των καὶ ἐν γένει τῶν πνευματικῶν των ἱκανοτήτων. Πρὸς τοῦτο συνιστῶνται ὑπὸ τοῦ Κράτους καὶ τῶν ὀργανισμῶν τῆς τοπικῆς αὐτοδιοικήσεως ὑποτροφίαι διὰ τοὺς εὐδοκιμοῦντας εἰς τὰ γράμματα καὶ τὰς τέχνας ἀπόρους νέους.
[4.] Ἡ ἐκπαίδευσις πρέπει ἐπίσης ν᾿ ἀποβλέπῃ εἰς τὴν σωματικὴν ἀγωγὴν καὶ διάπλασιν τοῦ ἤθους τῶν νέων.
[5.] Ἐπιτρέπεται εἰς ἰδιώτας καὶ νομικὰ πρόσωπα ἡ ἵδρυσις ἰδιωτικῶν ἐκπαιδευτηρίων, λειτουργούντων κατὰ τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους τοῦ Κράτους.

Ἄρθρον 22

Ὁ γάμος καὶ ἡ μητρότης διατελοῦν ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Κράτους. Πολυμελεῖς οἰκογένειαι ἀπολαύουν ἰδιαιτέρας εὐνοίας.

Ἄρθρον 23

Ἡ ἐργασία, ἥ τε πνευματικὴ καὶ σωματική, διατελεῖ ὑπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Κράτους, μεριμνῶντος συστηματικῶς ὑπὲρ τῆς ἠθικῆς καὶ ὑλικῆς ἐξυψώσεως τῶν ἐργαζομένων τάξεων, ἀστικῶν καὶ ἀγροτικῶν.

Ἄρθρον 24

Ἕκαστος ἢ καὶ πολλοὶ ὁμοῦ ἔχουν τὸ δικαίωμα, τηροῦντες τοὺς νόμους τοῦ Κράτους, ν’ ἀναφέρωνται ἐγγράφως εἰς τὰς Ἀρχάς, ὑποχρεουμένας εἰς ταχεῖαν ἐνέργειαν καὶ ἔγγραφον ἀπάντησιν πρὸς τὸν ἀναφερόμενον κατὰ τὰς διατάξεις τοῦ νόμου. Μόνον μετὰ τὴν τελικὴν ἀπόφασιν τῆς πρὸς ἣν ἡ ἀναφορὰ Ἀρχῆς καὶ τῇ ἀδείᾳ ταύτης ἐπιτρέπεται ἡ ἔγερσις ποινικῆς ἀγωγῆς κατὰ τοῦ ὑποβαλόντος τὴν ἀναφορὰν διὰ παραβάσεις ἐν αὐτῇ ὑπαρχούσας.

Ἄρθρον 25

Οὐδεμία προηγουμένη ἄδεια τῆς διοικητικῆς Ἀρχῆς ἀπαιτεῖται πρὸς εἰσαγωγὴν εἷς δίκην τῶν δημιοσίων καὶ δημοτικῶν ὑπαλλήλων διὰ τὰς περὶ τὴν ὑπηρεσίαν ἀξιοποίνους πράξεις αὐτῶν, ἐκτὸς τῶν περὶ Υπουργῶν εἰδικῶς διατεταγμένων.

Ἄρθρον 26

Οὐδεὶς ὅρκος ἐπιβάλλεται ἄνευ νόμου ὁρίζοντος καὶ τὸν τύπον αὐτοῦ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ’: Νομοθετικὴ ἐξουσία

Ἄρθρον 27

[1.] Τὸ δικαίωμα τῆς προτάσεως τῶν νόμων ἀνήκει εἰς τὴν Κυβέρνησιν, τὴν Βουλὴν καὶ τὴν Γερουσίαν.
[2.] Ἡ αὐθεντικὴ ἑρμηνεία τῶν νόμων ἀνήκει εἰς τὴν νομοθετικὴν ἐξουσίαν.

Ἄρθρον 28

Οὐδεμία πρότασις, ἀφορῶσα αὔξησιν τῶν ἐξόδων τοῦ προὐπολογισμοῦ διὰ μισθοδοσίαν ἢ σύνταξιν ἡ ἐν γένει πρὸς ὄφελος προσώπου, προέρχεται ἐκ τῆς Βουλῆς ἢ τῆς Γερουσίας. Πᾶσα πρότασις νόμου, συνεπαγομένου δαπάνην ἢ ἐλάττωσιν ἐσόδων, πρέπει νὰ συνοδεύεται ὑπὸ ἐκθέσεως περὶ τοῦ τρόπου τῆς καλύψεως αὐτῆς.

Ἄρθρον 29

[1.] Πρότασις νόμου, ὑποβληθεῖσα εἰς τὴν Βουλὴν καὶ ψηφισθεῖσα παραπέμπεται εἰς τὴν Γερουσίαν, ἥτις ἐντὸς δύο μηνῶν ἀπὸ τῆς λήψεως ἀποφασίζει ἐπ’ αὐτῆς.
[2.] Ἐὰν ἐντὸς δύο μηνῶν ἢ Γερουσία δὲν λάβῃ ἀπόφασιν, τεκμαίρεται συμφωνία αὐτῆς πρὸς τὴν Βουλήν.
[3.] Ἐὰν ἡ Γερουσία, εἴτε σιωπηρῶς, εἴτε μετὰ συζήτησιν, συμφωνήσῃ μὲ τὴν Βουλήν, ἡ πρότασις καθίσταται νόμος.
[4.] Ἐὰν ἡ Γερουσία ἀπορρίψῃ ἢ τροποποιήσῃ τὴν πρότασιν, ἐπαναφέρεται αὕτη εἰς τὴν Βουλήν. Ἐὰν ἡ Βουλὴ ἐμμείνῃ εἰς τὴν προηγουμένην αὐτῆς ἀπόφασιν, ἡ ἐπιψήφισις ἀναβάλλεται ἐπὶ τρίμηνον, ὁπότε ἡ πρότασις καθίσταται νόμος, ἂν συγκεντρώσῃ τὴν ἀπόλυτον πλειοψηφίαν τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ τῶν βουλευτῶν. Δύναται ὅμως καὶ πρὸ τῆς παρελεύσεως τοῦ τριμήνου νὰ ληφθῇ ὁριστικὴ ἀπόφασις ἐν κοινῇ συνεδριάσει τῶν δύο Σωμάτων, ἐφόσον ἤθελε προκαλέσει ταύτην ἡ Γερουσία δι’ ἀποφάσεως λαμβανομένης διὰ πλειοψηφίας τῶν 3/5 τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ τῶν μελῶν αὐτῆς.
[5.] Τὰ δύο Σώματα συνέρχονται πρὸς τοῦτο τὸ ταχύτερον εἰς τὴν αἴθουσαν τῆς Βουλῆς.

Ἄρθρον 30

Πρότασις νόμου, ὑποβληθεῖσα εἰς τὴν Γερουσίαν καὶ ψηφισθεῖσα, παραπέμπεται εἰς τὴν Βουλὴν καὶ ἂν αὕτη μετὰ συζήτησιν συμφωνήσῃ μὲ τὴν Γερουσίαν, καθίσταται ἡ πρότασις νόμος τοῦ Κράτους, ἐὰν δὲ τὴν τροποποιήσῃ, τὴν παραπέμπει εἰς τὴν Γερουσίαν καὶ ἐπαναλαμβάνεται ἡ διαδικασία τοῦ ἄρθρου 29, ὡς ἐὰν ἡ πρότασις εἶχεν εἰσαχθῇ ἀρχικῶς εἰς τὴν Βουλήν. Ἐὰν τέλος τὴν ἀπορρίψῃ. ἐφαρμόζεται ἡ διάταξις τοῦ ἄρθρου 32.

Ἄρθρον 31

[1.] Ἐν περιπτώσει διακοπῆς τῶν ἐργασιῶν τῶν νομοθετικῶν Σωμάτων ἀναστέλλονται αἱ προθεσμίαι τοῦ ἄρθρου 29.
[2.] Ἐν περιπτώσει ἀνανεώσεως τῆς Βουλῆς, ἡ ὑπὸ τῆς διαλυθείσης Βουλῆς ψήφισις προτάσεώς τινος θεωρεῖται ὡς μὴ γενομένη, ἐφόσον πρὸ τῆς διαλύσεως δὲν ἐψηφίσθη καὶ ὑπὸ τῆς Γερουσίας ὁριστικῶς.

Ἄρθρον 32

Προτάσεις νόμων, γενόμεναι ἀποδεκταὶ ὑπὸ τοῦ ἑνὸς τῶν νομοθετικῶν Σωμάτων, τελικῶς ὅμως ἀπορριφθεῖσαι, δύνανται νὰ ὑποβληθοῦν καὶ πάλιν ὡς νέαι προτάσεις μόνον εἰς τὴν ἑπομένην τακτικὴν σύνοδον.

Ἄρθρον 33

[1.] Ὁ προϋπολογισμὸς τοῦ Κράτους ὑποβάλλεται πρῶτον εἰς τὴν Βουλήν.
[2.] Μετὰ τὴν ἐπιψήφισιν αὐτοῦ παραπέμπεται εἰς τὴν Γερουσίαν, ἡ ὁποία ὀφείλει ν’ ἀποφανθῇ ἐντὸς μηνὸς. Μετὰ τὴν πάροδον τοῦ μηνός, ὁ προϋπολογισμὸς ἐπαναφέρεται εἰς τὴν Βουλήν, ἥτις ἀποφασίζει ὁριστικῶς διὰ τῆς συνήθους πλειονοψηφίας.
[3.] Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ περὶ τῶν νομοσχεδίων τῶν ἀφορώντων χορηγίαν κρατικῶν πιστώσεων καὶ σύναψιν δημοσίων δανείων.

Ἄρθρον 34

[1.] Πρὸς εὐχερεστέραν συνεννόησιν μεταξὺ τῶν δύο Σωμάτων ἐπὶ νομοθετικῶν ζητημάτων συγκροτοῦνται μικταὶ ἐπιτροπαὶ ἐξ ἀναλόγου ἀριθμοῦ βουλευτῶν καὶ γερουσιαστῶν, κατὰ πρότασιν τοῦ ἑτέρου τῶν Σωμάτων.
[2.] Εἰς τὴν ἀρχὴν ἑκάστης περιόδου συνιστᾶται μικτὴ μόνιμος ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῶν ἐξωτερικῶν ὑποθέσεων, ἡ ὁποία λειτουργεῖ καὶ κατὰ τὰ διακοπὰς τῶν ἐργασιῶν τῶν νομοθετικῶν Σωμάτων καὶ μετὰ τὴν διάλυσιν τῆς Βουλῆς. Αἱ συνεδρίαι τῆς ἐπιτροπῆς δὲν εἶνε δημόσιαι, πλὴν ἂν ἀποφασισθῇ ἡ δημοσιότης διὰ πλειοψηφίας τῶν δύο τρίτων τῶν μελῶν της. Εἰς τὴν Ἐπιτροπὴν αὐτήν, ἡ ὁποία ἠμπορεῖ κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς περιόδου νὰ συμπληρώνεται, μετέχουν ἀπαραιτήτως ὅσοι ἀπὸ τοῦ βουλευτὰς καὶ γερουσιαστὰς διετέλεσαν πρωθυπουργοί.

Ἄρθρον 35

[1.] Ἡ Βουλὴ σύγκειται ἐκ βουλευτῶν, ἐκλεγομένων κατὰ νόμον ὑπὸ τῶν ἐχόντων δικαίωμα πρὸς τοῦτο πολιτῶν δι’ ἀμέσου καθολικῆς καὶ μυστικῆς ψηφοφορίας καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ἀρχῶν τῆς ἀναλογικῆς ἀντιπροσωπείας. Αἱ βουλευτικαὶ ἐκλογαὶ διατάσσονται καὶ ἐνεργοῦνται ταυτοχρόνως καθ’ ὅλην τὴν Ἐπικράτειαν.
[2.] Ὁ ἀριθμὸς τῶν βουλευτικῶν θέσεων ἑκάστης ἐκλογικῆς περιφερείας ὁρίζεται διὰ νόμου, ἀναλόγως τοῦ πληθυσμοῦ αὐτῆς. Ποτὲ ὅμως ὁ ὁλικὸς ἀριθμὸς τῶν βουλευτῶν δὲν ἠμπορεῖ νὰ εἶνε μικρότερος τῶν διακοσίων οὔτε μεγαλύτερος τῶν τριακοσίων.

Ἄρθρον 36

Οἱ βουλευταὶ ἀντιπροσωπεύουν τὸ Ἔθνος καὶ ὄχι μόνον τὴν ἐκλογικὴν περιφέρειαν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐκλέγονται, σχηματίζουν δὲ γνώμην καὶ ψηφίζουν κατ’ ἐλευθέραν κρίσιν, σύμφωνα μὲ τὴν πεποίθησίν των περὶ τοῦ γενικοῦ καλοῦ, χωρὶς νὰ δεσμεύωνται ἀπὸ ὁδηγίας ἢ ἐντολὰς ἄλλων.

Ἄρθρον 37

Οἱ βουλευταὶ ἐκλέγονται διὰ τρία συναπτὰ ἔτη, ἀρχόμενα ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῶν γενικῶν ἐκλογῶν. Ἅμα τῇ λήξει τῆς τριετοῦς περιόδου, διατάσσεται ἡ ἐνέργεια γενικῶν βουλευτικῶν ἐκλογῶν ἐντὸς τεσσαράκοντα πέντε ἡμερῶν, ἐντὸς δὲ εἴκοσιν ἡμερῶν ἀπὸ τῶν ἐκλογῶν συγκαλεῖται ἡ Βουλή. Ἀναπληρωματικὴ ἐκλογὴ δὲν ἐνεργεῖται κατὰ τὸ τελευταῖον ἔτος τῆς περιόδου, ἐκτὸς ἐὰν ὁ ἀριθμὸς τῶν κενῶν βουλευτικῶν ἑδρῶν ὑπερβῇ τὸ τέταρτον τοῦ ὅλου ἀριθμοῦ.

Ἄρθρον 38

[1.] Ὅπως ἐκλεγῇ τις βουλευτὴς ἀπαιτεῖται νὰ εἶνε πολίτης Ἕλλην, νὰ ἔχῃ συμπληρώσει τὸ εἰκοστὸν πέμπτον ἔτος τῆς ἡλικίας του καὶ νὰ ἔχῃ τὴν ἱκανότητα τοῦ ἐκλέγειν.
[2.] Βουλευτής, στερηθεὶς τῶν προσόντων τούτων, ἐκπίπτει αὐτοδικαίως τοῦ βουλευτικοῦ ἀξιώματος. Ἐγειρομένων περὶ τούτου ἀμφισβητήσεων ἀποφασίζει ἡ Βουλή.

Ἄρθρον 39

[1.] Ἔμμισθοι δημόσιοι ὑπάλληλοι, στρατιωτικοὶ ἐν ἐνεργείᾳ καὶ δήμαρχοι δὲν δύνανται νὰ ἐκλεχθοῦν βουλευταὶ οὐδὲ νὰ ἀνακηρυχθοῦν ὑποψήφιοι, ἐὰν δὲν παραιτηθοῦν πρὸ τῆς ἀνακηρύξεως τῶν ὑποψηφίων. Οἱ ἔμμισθοι δημόσιοι ὑπάλληλοι καὶ οἱ στρατιωτικοὶ δὲν δύνανται ν’ ἀνακηρυχθοῦν ὡς ὑποψήφιοι βουλευταὶ εἰς τὴν περιφέρειαν, εἰς τὴν ὁποίαν ὑπηρέτησαν κατὰ τὴν πρὸ τῆς ἐκλογῆς βουλευτικὴν περίοδον.
[2.] Τὰ καθήκοντα τοῦ βουλευτοῦ εἶνε ἀσυμβίβαστα πρὸς τὰ ἔργα τοῦ διευθυντοῦ ἢ ἄλλου ἀντιπροσώπου διοικητικοῦ ἢ ἐμμίσθου νομικοῦ συμβούλου καὶ ὑπαλλήλου ἐμπορικῶν ἑταιρειῶν ἢ ἐπιχειρήσεων, ἀπολαυουσῶν εἰδικῶν προνομίων ἢ τακτικῆς ἐπιχορηγήσεως δυνάμει εἰδικῶν νόμων. Οἱ διατελοῦντες εἴς τινα τῶν κατηγοριῶν ὀφείλουν ἐντὸς ὀκτὼ ἠμερῶν ἀπὸ τῆς ἐπικυρώσεως τῆς ἐκλογῆς αὐτῶν νὰ δηλώσουν ἐπιλογὴν μεταξὺ τοῦ βουλευτικοῦ ἀξιώματος καὶ τῶν ὡς ἄνω ἔργων. Ἐν παραλείψει δὲ τοιαύτης δηλώσεως, ἐκπίπτουν αὐτοδικαίως τοῦ ἀξιώματος τοῦ βουλευτοῦ.
[3.] Νόμος δύναται νὰ καθιερώσῃ τὸ ἀσυμβίβαστον τοῦ βουλευτικοῦ ἀξιώματος καὶ πρὸς ἕτερα ἔργα.

Ἄρθρον 40

[1.] Βουλευταί, ἀποδεχόμενοι οἱονδήποτε τῶν εἰς τὸ προηγούμενον ἄρθρον ἀναφερομένων καθηκόντων ἢ ἔργων, ἐκπίπτουν αὐτοδικαίως τοῦ βουλευτικοῦ ἀξιώματος.
[2.] Ἡ ἀπὸ τοῦ βουλευτικοῦ ἀξιώματος παραίτησις εἶνε δικαίωμα τοῦ βουλευτοῦ.

Ἄρθρον 41

[1.] Οἱ βουλευταὶ ὀμνύουν πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῶν καθηκόντων αὐτῶν ἐν τῷ Βουλευτηρίῳ καὶ εἰς δημοσίαν συνεδρίαν τὸν ἑξῆς ὅρκον·
«Ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος νὰ φυλάξω πίστιν εἰς τὴν Πατρίδα, ὑπακοὴν εἰς τὸ Δημοκρατικὸν Σύνταγμα καὶ τοὺς Νόμους τοῦ Κράτους καὶ νὰ ἐκπληρώσω εὐσυνειδήτως τὰ καθήκοντά μου».
[2.] Ἀλλόθρησκοι βουλευταί, ἀντὶ τῆς ἐπικλήσεως «ὁρκίζομαι εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος» ὀρκίζονται κατὰ τὸν τύπον τῆς ἰδίας αὐτῶν θρησκείας.

Ἄρθρον 42

Ἄρθρον 43

Ἄρθρον 44

Ἄρθρον 45

Ἄρθρον 46

Ἄρθρον 47

Ἄρθρον 48

Ἄρθρον 49

Ἄρθρον 50

Ἄρθρον 51

Ἄρθρον 52

Ἄρθρον 53

Ἄρθρον 54

Ἄρθρον 55

Ἄρθρον 56

Ἄρθρον 57

Ἄρθρον 58

Ἄρθρον 59

Τὸ ἀξίωμα τοῦ βουλευτοῦ καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ Γερουσιαστοῦ δὲν ἠμποροῦν νὰ συνυπάρξουν εἰς τὸ αὐτὸ πρόσωπον.

Ἄρθρον 60

Ἡ Γερουσία συνέρχεται πάντοτε ὅταν καὶ ἡ Βουλή, αἱ σύνοδοι δὲ αὐτῆς διαρκοῦν ὅσον καὶ αἱ τῆς Βουλῆς, ἐκτὸς τῶν περιπτώσεων κατὰ τὰς ὁποίας ἡ Γερουσία συγκροτεῖται εἰς δικαστήριον, ὁπότε ἐργάζεται μὲν καὶ ἀπούσης τῆς Βουλῆς, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ ἀσκήσῃ παρὰ μόνον δικαστικὰ καθήκοντα.

Ἄρθρον 61

Ἡ Γερουσία συνεδριάζει εἰς τὸ μέγαρον αὐτῆς δημοσίᾳ, δύναται ὅμως νὰ διασκεφθῇ κεκλεισμένων τῶν θυρῶν κατ’ αἴτησιν πέντε ἐκ τῶν μελῶν αὐτῆς, ἂν τοῦτο ἀποφασισθῇ εἰς μυστικὴν συνεδρίαν κατὰ πλειοψηφίαν, μετὰ ταῦτα δὲ ἀποφασίζεται ἂν ἡ περὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος συζήτησις πρέπει νὰ ἐπαναληφθῇ εἰς δημοσίαν συνεδρίαν.

Ἄρθρον 62

[1.] Ἡ Γερουσία δύναται, ἐκτὸς τῶν περιπτώσεων τῶν ἄρθρων 71 καὶ 90, διὰ Διατάγματος ἐκδιδομένου κατὰ πρότασιν τοῦ Ὑπουργικοῦ Συμβμουλίου, νὰ συγκροτηθῇ εἰς δικαστήριον, ὅπως δικάσῃ πᾶν πρόσωπον, κατηγορούμενον δι’ ἐπιβουλὴν κατὰ τῆς ἀσφαλείας τοῦ Κράτους ἢ διὰ συνωμοσίαν πρὸς βιαίαν ἀνατροπὴν τοῦ πολιτεύματος.
[2.] Ἐὰν ἡ ἀνάκρισις ἤρχισεν ἀπὸ τὴν τακτικὴν δικαιοσύνην, τὸ ἀνωτέρω Διάταγμα δύναται νὰ ἐκδοθῇ μέχρι τῆς ἐκδόσεως τῆς παραπεμπτικῆς προτάσεως.
[3.] Νόμος θέλει ὁρίσει τὰ τῆς κατηγορίας, ἀνακρίσεως καὶ ἀποφάσεως.

Ἄρθρον 63

Κατὰ τὰς κοινὰς συνεδρίας τῶν νομοθειικῶν Σωμάτων προεδρεύει ὁ πρόεδρος τῆς Βουλῆς καὶ ἐφαρμόζεται ὁ Κανονισμὸς αὐτῆς.

Ἄρθρον 64

Τὰ ἄρθρα 36, 40 ἐδάφ. 2, 41, 42, 43, 44, 47, 48, 52, 53, 54, 55 καὶ 56 τοῦ Συντάγματος ἐφαρμόζονται καὶ ὡς πρὸς τὴν Γερουσίαν, τοὺς Γερουσιαστὰς καὶ τὸν Πρόεδρον τῆς Γερουσίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ’: Πρόεδρος Δημοκρατίας

Ἄρθρον 65

Ἄρθρον 66

Ἄρθρον 67

Ἄρθρον 68

Ἄρθρον 69

Ἄρθρον 70

Ἄρθρον 71

Ἄρθρον 72

Ἄρθρον 73

Ἄρθρον 74

Ἄρθρον 75

Ἄρθρον 76

Ἄρθρον 77

Ἄρθρον 78

Ἄρθρον 79

Ἄρθρον 80

Ἄρθρον 81

Ἄρθρον 82

Ἄρθρον 83

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ε’: Κυβέρνησις καὶ Ὑπουργοὶ

Ἄρθρον 84

Ἄρθρον 85

Ἄρθρον 86

Ἄρθρον 87

Ἄρθρον 88

Ἄρθρον 89

Ἄρθρον 90

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΣΤ’: Δικαστική ἐξουσία

Ἄρθρον 91

Ἄρθρον 92

Ἄρθρον 93

Ἄρθρον 94

Ἄρθρον 95

Αἱ συνεδριάσεις τῶν δικαστηρίων εἶνε δημόσιαι, ἐκτὸς ἂν ἡ δημοσιότης ἤθελεν εἶσθαι ἐπιβλαβὴς εἰς τὰ χρηστὰ ἤθη ἢ τὴν δημοσίαν τάξιν, ἀλλὰ τότε τὰ δικαστήρια ὀφείλουν νὰ ἐκδίδουν περὶ τούτου ἀπόφασιν.

Ἄρθρον 96

Πᾶσα δικαστικὴ ἀπόφασις πρέπει νὰ εἶνε εἰδικῶς ᾐτιολογημένη καὶ ν’ ἀπαγγέλλεται ἐν δημοσίᾳ συνεδριάσει.

Ἄρθρον 97

Ἄρθρον 98

Δὲν ἐπιτρέπεται εἰς τὸν δικαστὴν νὰ δεχθῇ καὶ ἄλλὴν ἔμμισθον ὑπηρεσίαν.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ζ’: Διοικητική δικαιοσύνη

Ἄρθρον 99

Ἄρθρον 100

Ὁ ἀριθμὸς τῶν Συμβούλων τῆς Ἐπικρατείας ὁρίζεται διὰ νόμου, δὲν ἠμπορεῖ ὅμως νὰ εἶνε μεγαλύτερος τῶν εἴκοσι καὶ ἑνός.

Ἄρθρον 101

Ἄρθρον 102

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Η’: Ἐλεγκτικὸν Συνέδριον

Ἄρθρον 103

Οἱ Σύμβουλοι, οἱ Ἐλεγκταὶ καὶ οἱ πάρεδροι τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου, καθὼς καὶ ὁ Γεν. Ἐπίτροπος τῆς Ἐπικρατείας εἶνε ἰσόβιοι, ἀποχωροῦν δὲ ὑποχρεωτικῶς ἀπὸ τὴν ὑπηρεσίαν μόλις συμπληρώσουν τὸ 70ὸν ἔτος τῆς ἡλικίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ’: Αὐτοδιοίκησις καὶ Ἀποκέντρωσις

Ἄρθρον 104

Ἄρθρον 105

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι’: Διοίκησις τοῦ Ἁγίου Ὄρους

Ἄρθρον 106

Ἄρθρον 107

Ἄρθρον 108

Ἄρθρον 109

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΑ’: Γενικαὶ διατάξεις

Ἄρθρον 110

Ἄρθρον 111

Ἄρθρον 112

Ἄρθρον 113

Ἄρθρον 114

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΒ’: Μεταβατικαὶ διατάξεις

Ἄρθρον 115

Ἄρθρον 116

Ἄρθρον 117

Ἄρθρον 118

Ἄρθρον 119

Ἄρθρον 120

Ἄρθρον 121

Ἄρθρον 122

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΓ’: Ἰσχὺς καὶ μεταρρύθμισις τοῦ Συντάγματος

Ἄρθρον 123

Ἄρθρον 124

Ἡ τήρησις τοῦ Συντάγματος ἀφιεροῦται εἰς τὸν πατριωτισμὸν τῶν Ἑλλήνων.

Ἄρθρον 125