Πηγές:Αρχειοθραύστης (περιοδικό)/Η αναστοχαστική ισορροπία στην Θεωρία της Δικαιοσύνης του John Rawls

Από Αρχειοπαίδεια
Πλήρης τίτλος: Η αναστοχαστική ισορροπία στην Θεωρία της Δικαιοσύνης του John Rawls: Σκέψεις για την θέση της στην νομική επιστήμη
Συγγραφέας: Ιάσων Κουτούφαρης-Μαλανδρίνος
Πηγή: Αρχειοθραύστης 5 (2015)
σχολῇ βαδίζων ὁ χρόνος ἀφικνεῖται τὸ πᾶν

Χαιρήμων

(Chaer., fr. 20 [Nauck])

Εἰσαγωγή

Ὁ Τζών Ρώλς συστηματοποίησε τήν παράδοση τῆς δυτικῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας, καί πρότεινε κάποιους πρωτότυπους θεσμικούς μετασχηματισμούς. Ἡ γνώση τῶν κλασσικῶν πολιτικῶν φιλοσόφων, ἡ ἐνημέρωσή γιά τίς σύγχρονες ἐξελίξεις στόν χῶρο τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας, καθώς καί ἡ ἀριστοτελική νηφαλιότητα τοῦ ὕφους, συνέβαλαν στήν διαχρονική ἀναγνώριση τοῦ ρωλσιανοῦ ἔργου. Ἡ πλούσια βιβλιογραφία γιά τήν σκέψη τοῦ Ρώλς ἔχει, σέ συντριπτικό βαθμό, ἀναλωθεῖ στόν ἐξαντλητικό ἔλεγχο ἄτυχων λεπτομερειῶν καί στήν συστηματική κατασκευή ἀποπροσανατολιστικῶν γενικεύσεων. Ὁ ἴδιος ὁ Ρώλς στήν περίοδο πού ἀκολούθησε τήν ἔκδοση τῆς Θεωρίας τῆς Δικαιοσύνης ἐνεπλάκη σέ αὐτό τό παιχνίδι κριτικῶν καί ἀπαντήσεων. Ἴσως ἔτσι δρομολογήθηκε ὁ ἀπόλυτος ἐκνομικισμός ἑνός ἔργου κατ’ ἀρχήν πολιτικῆς φιλοσοφίας.

Συνειδητά ἀπέφυγα νά ἐμπλακῶ στήν ἐμπόλεμη ζώνη τῆς βιβλιογραφίας. Κατά συνέπεια, τό πόνημά μου εἶναι σύντομο καί χωρίς πολλές ἀναφορές σέ δευτερογενεῖς πηγές. Προτίμησα νά διαβάσω τί λέει ὁ ἴδιος ὁ Ρώλς, καί νά περιορίσω εἰδικότερα τήν ἐξέταση τοῦ θέματός μου στήν Θεωρία τῆς Δικαιοσύνης (1971). Ἡ ἐνασχόληση μέ τά ἐπί μέρους μᾶς ἔχει ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἐσωτερική αἴσθηση τῆς ρωλσιανῆς ὀπτικῆς. Ὅμως, «χρειάζεται νά ἀναχθοῦμε στά προβλήματα πού θέτει ἕνας ἰδιοφυής συγγραφέας, σ’ αὐτά πού δέν λέει σέ ὅσα λέει, προκειμένου νά ἀντλήσουμε ἀπό αὐτό κάτι πού τοῦ ὀφείλουμε πάντοτε, ἀκόμη καί ἄν στραφοῦμε ταυτοχρόνως ἐναντίον του».[1] Μέ τοῦτο τό κριτήριο κατά νοῦ, σκοπεύω νά ἐξετάσω κάποιες παραμελημένες ὄψεις τοῦ ρωλσιανοῦ ἐγχειρήματος καί, παρακολουθώντας τίς συχνά ἀνομολόγητες συνέπειές τους, νά ἀπαντήσω στό ἐρώτημα: συνιστᾶ ἡ μέθοδος τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας νομική μέθοδο;

Στήν δεύτερη ἑνότητα θά ἐπιχειρήσω νά συστηματοποιήσω τίς ἀπόψεις τοῦ Ρώλς σχετικά μέ τήν ἀναστοχαστική ἰσορροπία. Στήν τρίτη ἑνότητα ἀσχολοῦμαι μέ τήν νομικότητα τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας καί στήν τέταρτη μέ τήν μεθοδικότητά της.

Ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία ὡς διαδικασία

Ὁ Ρώλς ἀναπτύσσει ἐκτενῶς τά ἐπιχειρήματά του σχετικά μέ τήν ἀναστοχαστική ἰσορροπία στήν τέταρτη[2] καί τήν ἔνατη[3] ὑποενότητα τοῦ πρώτου κεφαλαίου τοῦ πρώτου μέρους τῆς Θεωρίας τῆς Δικαιοσύνης. Ἐντάσσει μάλιστα τίς συγκεκριμένες ἀναπτύξεις στά περιορισμένα μεθοδολογικά χωρία τοῦ ἔργου.[4]

Ἄς ἐξετάσουμε ἀρχικά τί ἀκριβῶς λέει ὁ Ρώλς γιά τό θέμα, θεωρώντας –πρός τό παρόν– τήν ἀναστοχαστική ἰσορροπία καί τόν τρόπο ἐπίτευξής της ἁπλῶς ὡς μία διαδικασία. Καλούμαστε σέ πρώτη φάση νά ἐπιλέξουμε κάποιες «ἔγκριτες ἐκτιμήσεις», δηλαδή ἠθικές κρίσεις γιά συγκεκριμένα ζητήματα. Ἡ ἐκφορά τῶν ἔγκριτων ἐκτιμήσεών μας εἶναι δυνατή μόνον ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς ὕπαρξης εὐνοϊκῶν συνθηκῶν γιά τήν ἄσκηση τοῦ αἰσθήματος τῆς δικαιοσύνης πού διαθέτουμε, «σέ περιστάσεις δηλαδή ὅπου οἱ συνηθέστερες δικαιολογίες ἤ ἐξηγήσεις τοῦ ἐνδεχομένου νά ἔχει σφάλει κανείς δέν φαίνονται νά συντρέχουν».[5] Ταυτοχρόνως, ζητεῖται ἡ συγκρότηση ἑνός σώματος ἀρχῶν πού νά δικαιολογοῦν τίς ἔγκριτες ἐκτιμήσεις μας κατά τρόπο συνεκτικό.[6]

Ἀκολούθως, ὁ Ρώλς ἀναφέρεται στίς ἠθικές ἀρχές ἤ ἐκτιμήσεις οἱ ὁποῖες «παρουσιάζονται (presented)» ἤ «προτείνονται (proposed)» σέ ἕνα πρόσωπο. Τό πρόσωπο σταθμίζει τίς δικές του ἀντιλήψεις καί τίς προτεινόμενες/παρουσιαζόμενες σέ αὐτό ἀπόψεις οὕτως ὥστε νά προσεγγίσει τήν κατάσταση τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας μέσῳ εἴτε τῆς ἀποδοχῆς εἴτε τῆς ἀπόρριψης μέρους ἤ τοῦ συνόλου τῶν ἀντιλήψεων πού καλεῖται νά συνδυάσει (συμπεριλαμβανομένων βεβαίως καί τῶν δικῶν του).

Τέλος, ὁ Ρώλς ὑπαινίσσεται τήν διάκριση μεταξύ τῆς στενῆς καί τῆς εὐρείας ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας:[7] ἡ πρώτη ἐκκινεῖ ἀπό καί περιορίζεται στήν ἠθική διαίσθηση τοῦ κάθε ἀτόμου, ἐνῷ ἡ δεύτερη προκύπτει μετά ἀπό τήν ἐξέταση «ὅλων τῶν δυνατῶν περιγραφῶν πρός τίς ὁποῖες [ἕνα πρόσωπο] θά μποροῦσε εὔλογα νά προσαρμόσει τίς κρίσεις του, συνοδευόμενες ἀπό τά σχετικά φιλοσοφικά ἐπιχειρήματα πού τίς στηρίζουν»,[8] ἤ, ἔστω, τῶν περισσότερο γνωστῶν ἀντιλήψεων τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας.[9]

Προχωρώντας σέ μία ἀποκωδικοποίηση τῶν ρωλσιανῶν θέσεων, θά μπορούσαμε νά κατατάξουμε τά δεδομένα σέ ἕξι στιγμές:

  1. τήν στιγμή τῆς ἐπιλογῆς τῶν ἔγκριτων ἐκτιμήσεων καί τῶν δικαιολογητικῶν τους ἀρχῶν.
  2. τήν στιγμή τῆς ἀρχικῆς[10] ἰσορροπίας μεταξύ τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἐκτιμήσεων πού ἔχουμε ἐπιλέξει.
  3. τήν στιγμή τῆς διατάραξης τῆς ἀρχικῆς ἰσορροπίας ἐξ αἰτίας τῆς ἐμφάνισης ἀντίθετων ἑλκυστικῶν -ἤ ἀπειλητικῶν- ἀντιλήψεων.
  4. τήν στιγμή τῆς στενῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας, μίας νέας κατάστασης ἰσορροπίας μεταξύ τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἐκτιμήσεών μας, πού, κατά πᾶσα πιθανότητα, ἐνσωματώνουν πλέον -μέ τρόπο μή ἀντιφατικό- κάποιες ἤ ὅλες ἀπό τίς ἀντιλήψεις πού ἐμφανίστηκαν τήν προηγούμενη στιγμή.
  5. τήν στιγμή τῆς διατάραξης τῆς στενῆς ἰσορροπίας ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐξέτασης ὅλων τῶν δυνατῶν ἤ, ἔστω, τῶν περισσότερο γνωστῶν ἀντιλήψεων τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας.
  6. τήν στιγμή τῆς εὐρείας ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας, μίας νέας κατάστασης ἰσορροπίας μεταξύ τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἐκτιμήσεών μας, πού ἐνσωματώνουν ὄχι μόνο μέ τρόπο συνεκτικό, ἀλλά καί κατά τό δυνατόν πλήρη, τίς ἀντιλήψεις πού ἐμφανίστηκαν τήν προηγούμενη στιγμή, ὥστε νά ἀχθοῦμε στό ἐπίπεδο τῆς εὐτεταγμένης κοινωνίας.

Δύο παρατηρήσεις. Κατ’ ἀρχάς, εἶναι ἐμφανής μία ἐναλλαγή τάξης («ἰσορροπίας») καί ἀταξίας («διατάραξης»). Σημειωτέον δέ ὅτι ἡ ἀταξία καί ἡ ὑπονόμευση τῆς ἰσορροπίας βρίσκονται συνεχῶς στήν ἡμερήσια διάταξη, ἀφοῦ οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι «ἀμφίβολο ἄν μπορεῖ κανείς πράγματι νά φθάσει στήν κατάσταση αὐτή [τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας]».[11] Ὡστόσο, ἡ ἀταξία δέν ἀντιμετωπίζεται ὡς ἀρνητική συνέπεια ἐξωγενῶν παρεμβάσεων, ἀλλ’ ἀπεναντίας θεωρεῖται ὅτι ἀνοίγει τόν δρόμο γιά τήν οἰκοδόμηση τῆς εὐτεταγμένης κοινωνίας. Εἶναι δέ πολύ πιθανό ἡ «διατάραξη» νά προκαλεῖται ἀπό τό ἴδιο τό ὑποκείμενο πού πρίν εἶχε ἐπιτύχει τήν ἰσορροπία. Μήπως ἡ ἀταξία ὑπακούει σέ κάποια ἀνώτερη ἀρχή;

Ἐπί πλέον, φαίνεται ὅτι ὁ συνεκτικισμός -πού γιά πολλούς συνιστᾶ τό κυρίαρχο χαρακτηριστικό τῆς ὅλης διαδικασίας- ἐξαντλεῖται μόνο στό ἐπίπεδο τῆς τρίτης καί τέταρτης στιγμῆς. Ἡ εὐρεῖα ἀναστοχαστική ἰσορροπία, πέρα ἀπό τήν ἀξίωση τῆς συνοχῆς, προβάλλει καί ἕνα αἴτημα πληρότητας. Σέ ἀντίθεση μέ τήν στενή ἀναστοχαστική ἰσορροπία, ὅπου μέ ἐξαιρετική εὐκολία μποροῦμε νά δεχθοῦμε ἤ νά ἀπορρίψουμε κατά τό δοκοῦν τήν ὅποια προτεινόμενη πεποίθηση ὑπό τόν μόνον ὅρο νά συγκροτοῦμε τίς ἀντιλήψεις μας σέ ἕνα συνεκτικό ὅλο,[12] ἐδῶ εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά λάβουμε ὑπ’ ὄψιν ὅλες τίς εὔλογες καί περισσότερο γνωστές ἀντιλήψεις τῆς ἠθικοφιλοσοφικῆς παράδοσης, καί μάλιστα νά τό πράξουμε ὄχι ἄν καί ὅποτε μᾶς προβληθοῦν μέσῳ κάποιου ἐξωτερικοῦ παράγοντα ἤ διαύλου, ἀλλά hic et nunc, μέ δική μας πρωτοβουλία. Πῶς δικαιολογεῖται ὅμως τούτη ἡ ὑποχρεώση; Τά ἐρωτήματα θά μείνουν προσωρινά ἀναπάντητα.

Ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία εἶναι ἡ νοητική ἀπεικόνιση τῆς ἀνάπτυξης τῆς κοινωνίας πρός τήν -κατά τό δυνατόν- πλήρη εὐταξία καί ὡριμότητά της. Στόχος τοῦ Ρώλς εἶναι νά παρουσιάσει «μία ἀντίληψη περί δίκαιης κοινωνίας τήν ὁποία θά πρέπει, ἄν εἶναι δυνατόν, νά ὑλοποιήσουμε».[13] Ἡ εὐτεταγμένη κοινωνία εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς θέσης, καί διακρίνεται σαφῶς ἀπό τό σημερινό κοινωνικό σύστημα: «Οἱ ὑπαρκτές (existing) κοινωνίες, βέβαια, σπάνια εἶναι εὐτεταγμένες μέ τήν ἔννοια αὐτή, ἐφ’ ὅσον τό τί εἶναι δίκαιο καί τί ἄδικο ἀποτελεῖ συνήθως ἀντικείμενο διαμάχης».[14]

Ἐν τούτοις, ἡ εὐτεταγμένη κοινωνία δέν προκύπτει ἐκ τοῦ μηδενός: ἀπορρέει ἀπό τήν ἐνεργοποίηση τῆς ἱκανότητας τῶν προσώπων νά διαθέτουν αἴσθημα δικαιοσύνης.[15] Εἶναι λοιπόν δυνατόν νά διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Ρώλς διακρίνει μεταξύ τριῶν εἰδῶν κοινωνικῶν κόσμων, ὅπου κάθε εἶδος ἀντιστοιχεῖ καί σέ ἕνα ὁρισμένο στάδιο ἀνάπτυξης τοῦ αἰσθήματος δικαιοσύνης:[16]

  1. τήν θεωρητική κοινωνία τῆς πρωταρχικῆς θέσης (ἁπλῆ ἱκανότητα αἰσθήματος δικαιοσύνης),
  2. τήν κάθε μή εὐτεταγμένη κοινωνία, ὅπως τό σύγχρονο κοινωνικό σύστημα (ἀλυσιτελής ἐνεργοποίηση αἰσθήματος δικαιοσύνης),
  3. τήν εὐτεταγμένη κοινωνία ὡς πραγμάτωση τῆς προηγούμενης (λυσιτελής ἐνεργοποίηση αἰσθήματος δικαιοσύνης).

Κατόπιν αὐτῆς τῆς ταξινόμησης δέν μοιάζει παράδοξη ἡ ὑποστήριξη τῆς θέσης ὅτι κάθε στάδιο ἀνάπτυξης τοῦ αἰσθήματος δικαιοσύνης καί, ἄρα, κάθε εἶδος κοινωνικοῦ κόσμου ἐντάσσονται σέ μία ὀργανική ἑνότητα μέσῳ τῆς διαδικασίας τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας, ἡ ὁποία προσδιορίζει τίς στιγμές τῆς μετάβασης ἀπό τό ἕνα στάδιο στό ἄλλο. Ἡ ἀρχική ἰσορροπία ἐξασφαλίζει ὅτι πλέον μποροῦμε νά συζητοῦμε μέ ὅρους συνοχῆς καί συστηματοποίησης. Ἡ στενή ἰσορροπία, μέ τήν συνεκτικιστική ἐλευθερία πού προσφέρει, ὁδηγεῖ τήν ποικιλία τῶν ἠθικῶν συστημάτων στήν σημερινή κοινωνία. Τελικῶς, ἡ εὐρεῖα ἰσορροπία διαμορφώνει τήν δημόσια ἀντίληψη περί δικαιοσύνης πού χαρακτηρίζει μία εὐτεταγμένη κοινωνία.[17]

Ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία ὡς μέθοδος

Ἡ διαδικασία τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας χρησιμεύει γιά τήν δικαιολόγηση τῶν δύο ἀρχῶν δικαιοσύνης,[18] οἱ ὁποῖες τίθενται ὡς βασικοί πυλῶνες τῆς ρωλσιανῆς ἠθικῆς θεωρίας, πού μέ τήν σειρά της ἀφορᾶ τήν βασική θεσμική δομή μίας εὐτεταγμένης κοινωνίας.[19] Μέ αὐτά τά δεδομένα, εἶναι σαφές ὅτι ἡ διαδικασία τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας ἀδυνατεῖ νά ἀποτελέσει νομική μέθοδο, ἄν μέ τήν τελευταία ἐννοοῦμε ἕνα σῶμα ὑποδείξεων καί κατευθυντηρίων ἀπευθυνομένων στόν δικαστή κατά τήν διαδικασία ἑρμηνείας καί ἐφαρμογῆς τοῦ ἰσχύοντος δικαίου. Σέ μία κοινωνία μακράν τοῦ νά θεωρηθεῖ «εὐτεταγμένη», ὅπως, γιά παράδειγμα, τό σημερινό ἑλληνικό κράτος, ὁ παραπάνω καθορισμός τῆς νομικῆς μεθόδου θά σηματοδοτοῦσε τήν ἀπεμπόληση τοῦ κριτικοῦ χαρακτῆρα τῆς θεωρίας τῆς δικαιοσύνης καί τήν μετατροπή της σέ ἰδεολογικό ἄλλοθι τυραννικῶν καθεστώτων.

Μήπως αὐτό συνεπάγεται ὅτι κάθε σύνδεση τῆς διαδικασίας τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας μέ τήν νομική ἐπιστήμη εἶναι ἀπορριπτέα; Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἐφ’ ὅσον ἀποδεχόμαστε τήν διαπλοκή δικαίου καί ἠθικοπολιτικῶν ἀρχῶν δικαιοσύνης,[20] ὁ περιορισμός τῆς διαπλοκῆς αὐτῆς στό πρόσωπο τοῦ δικαστῆ καί μόνον εἶναι ἀδικαιολόγητη. Οἱ τρεῖς πολιτειακές λειτουργίες (νομοθετική, ἐκτελεστική, δικαστική) ἀποτελοῦν «προσωπεῖα» τῆς λογικά μίας καί ἀδιαίρετης κρατικῆς ἐξουσίας:[21] συνέπειες ἀπορρέουσες ἀπό τήν ἀρχή τῆς διαπλοκῆς δικαίου καί ἠθικῆς ἀφοροῦν τόν ὁποιονδήποτε σχετιζόμενο μέ τό δίκαιο εἴτε εἶναι ὁ δημιουργός του εἴτε εἶναι ὁ ἐφαρμοστής του εἴτε εἶναι ὁ ἑρμηνευτής του.[22]

Μέ ποιούς ὅρους εἴμαστε λοιπόν σέ θέση νά μιλοῦμε γιά μία νομική μέθοδο τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας; Ἄς ἀκολουθήσουμε τήν σκέψη τοῦ Ρώλς: «Οἱ ὑπάρχοντες θεσμοί θά πρέπει νά κρίνονται μέ βάση τήν ἀνωτέρω ἀντίληψη καί νά χαρακτηρίζονται ἄδικοι στόν βαθμό πού ἀποκλίνουν ἀπ’ αὐτήν, χωρίς νά συντρέχουν ἱκανοποιητικοί λόγοι».[23] Γι’ αὐτό, «...παρά τά ἀτομιστικά χαρακτηριστικά τῆς δικαιοσύνης ὡς ἀκριβοδικίας, οἱ δύο ἀρχές τῆς δικαιοσύνης μᾶς παρέχουν ἕνα ἀρχιμήδειο σημεῖο γιά τήν ἀξιολόγηση τῶν ὑπαρχόντων θεσμῶν, καθώς καί τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν στόχων πού παράγουν».[24] Συνεπῶς, ἡ μέθοδος τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας, συνδεόμενη ὀργανικά μέ τήν δικαιοσύνη ὡς ἀκριβοδικία, δέν δικαιολογεῖ τούς ὑπάρχοντες θεσμούς,[25] ἀλλά χρησιμεύει ὡς τό κριτήριο τῆς ὀρθότητάς τους.[26]

Γνωρίζοντας τόσο τίς ἀρχές τῆς δικαιοσύνης ὅσο καί τήν κατάσταση τῶν θεσμῶν στό παρόν, σχεδιάζουμε ἕνα πιό εὐτεταγμένο μέλλον. Καί αὐτή (πρέπει νά) εἶναι μία διαδικασία συντονισμένης κίνησης τοῦ νομοθετικοῦ σώματος, τῆς Κυβέρνησης, τῶν δικαστηρίων, καί κάθε ἄλλου πολιτικοῦ φορέα. Ὅπως παρατηροῦσε –ἀρκετά χρόνια μετά τήν πρώτη ἔκδοση τῆς Θεωρίας τῆς Δικαιοσύνης– ὁ Ρομπέρτο Οὔνγκερ: «Δέν ὑφίσταται αὐτό πού ὀνομάζεται "νομική συλλογιστική": ἕνα σταθερό τμῆμα ἑνός φανταστικοῦ Ὀργάνου τῶν μορφῶν ἔρευνας καί διαλόγου, μέ ἕναν μόνιμο πυρήνα σκοποῦ καί μεθόδου. Ὅ,τι ἔχουμε εἶναι ἱστορικῶς ἐντοπισμένες ρυθμίσεις καί ἱστορικῶς ἐντοπισμένες συζητήσεις. Στερεῖται νοήματος τό νά ρωτάμε "Τί εἶναι ἡ νομική ἀνάλυση;" ὡς ἐάν ὁ διάλογος (τῶν νομικῶν) περί τοῦ δικαίου ἀφοροῦσε μία σταθερή οὐσία. Ἀντιμετωπίζοντας ἕναν τέτοιο διάλογο, αὐτό πού μποροῦμε εὔλογα νά ρωτήσουμε εἶναι "Σέ ποιά μορφή ἔχουμε παραλάβει τό δίκαιο, καί σέ τί ὀφείλουμε νά τό μετατρέψουμε;"».[27] Ὁ Οὔνγκερ ἐπανανοηματοδοτεῖ τήν νομική μέθοδο ὡς «θεσμική φαντασία»,[28] μία ἔννοια πού ἤδη εἰσάγει ὁ Ρώλς ὑπό τόν ὅρο «Ἀριστοτελική Ἀρχή».

Ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή ὁρίζει ὅτι «ceteris paribus, οἱ ἄνθρωποι ἀπολαμβάνουν τήν ἄσκηση τῶν -ἔμφυτων ἤ ἐπίκτητων- ἱκανοτήτων τους, καί αὐτή ἡ ἀπόλαυση αὐξάνεται ἀνάλογα μέ τόν βαθμό ἀνάπτυξης ἤ τόν βαθμό περιπλοκότητας τῶν τελευταίων».[29] Ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή, ἀπελευθερώνοντας τήν φαντασία καί τήν δημιουργικότητα,[30] ἀποτελεῖ, κατά τήν γνώμη μου, τό ἐπιστέγασμα τῆς ρωλσιανῆς θεωρίας τῆς δικαιοσύνης. Ἐπισημαίνοντας τήν ἰδιαίτερη σημασία της γιά τήν διαμόρφωση καί ἀναμόρφωση τῶν θεσμῶν,[31] ὁ Ρώλς τήν παρομοιάζει μέ τήν «ἰδεαλιστική ἔννοια τῆς αὐτοπραγμάτωσης»[32] καί θεωρεῖ τήν εὐτεταγμένη κοινωνία ἀκριβῶς ὡς τόν χῶρο ὅπου ἡ Ἀρχή ἐπιτυγχάνει τό «εὐρύτερο ἀποτέλεσμά της».[33]

Ἡ ρωλσιανή διαλεκτική ἔρχεται στήν ἐπιφάνεια. Τό ὅλο σχῆμα τῆς σταδιακῆς ἀνάβασης ἀπό τίς ἀφηρημένες ἠθικές ἀντιλήψεις στήν συγκεκριμένη θεωρητική σύλληψη τῆς δικαιοσύνης[34] φανερώνει τό ἀνομολόγητο –ἤ, μᾶλλον, «ἀνεπίσημα» ὁμολογημένο–[35] χρέος τοῦ Ρώλς στόν Χέγκελ.[36] Τά ἐρωτήματα πού θέσαμε προηγουμένως (§ 1.2.) ἀπαντῶνται ἐντός αὐτοῦ τοῦ πλαισίου. Ἡ διαλεκτική μέθοδος, τήν ὁποία δικαιολογεῖ ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή, περιορίζει τήν ἐντύπωση τῆς «ἀταξίας» στό ἐνδιάμεσο τῶν καταστάσεων ἰσορροπίας: ὅπως ἀπεδείκνυε ἕνας ἄλλος κρυπτο-διαλεκτικός, ὁ Ἀνρί Μπεργκσόν,[37] ἡ φαινομενική «ἀταξία» εἶναι ἁπλῶς ἡ περιστολή τῆς γεωμετρικῆς τάξης χάριν τῆς ζωτικῆς τάξης, τῆς τάξης τῆς δημιουργικῆς ἐξέλιξης.[38]

Ἡ ἴδια διαλεκτική ἔρχεται νά δώσει ἀπάντηση στό ζήτημα τῆς καταναγκαστικότητας τοῦ αἰτήματος πληρότητας στήν εὐρεῖα ἀναστοχαστική ἰσορροπία. Ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή, ὡς ἔκφραση τῆς φυσικῆς κοινωνικότητας καί δημιουργικότητας τῶν ἀνθρώπων, ἐξηγεῖ ἱκανοποιητικά γιά ποιό λόγο ὑποχρεούμαστε νά λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας τίς διάφορες φιλοσοφικές παραδόσεις: κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐπιτυγχάνουμε τήν ἁρμονική ἑνότητα ἀτομικοῦ καί συλλογικοῦ: «ἀτομικά καί συλλογικά κατορθώματα δέν φαντάζουν πλέον ὡς κεχωρισμένα, κατακερματισμένα προσωπικά ἀγαθά».[39] Τό ἀτέρμονο «ἐμπρός-πίσω»[40] τῆς στενῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας σταδιακά ἀναιρεῖται, καί ἡ ἰδέα τῆς κοινότητας, θεμελιώδης ρωλσιανή ἔννοια καί ἔγνοια,[41] ἐπιβεβαιώνεται ὡς ἀνώτερη μορφή συνεργασίας μεταξύ μοναδικῶν προσώπων πού δέν χάνουν τίποτε ἀπό τόν πλοῦτο τῆς μοναδικότητάς τους.[42]

Ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία ὡς ἐνέργημα

Τίθεται ἕνα τελευταῖο ζήτημα. Μήπως ἡ ἀντίληψη περί «ρωλσιανῆς διαλεκτικῆς» εἶναι ὑπερβολική; Εἰσφέρει ἆραγε ὁ ἴδιος ὁ Ρώλς συγκεκριμένα μεθοδολογικά στοιχεῖα ὥστε νά εἶναι δυνατόν νά στηρίξουμε κάτι τέτοιο; Νομίζω ὅτι ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική.

Ἀποκαλοῦμε συνήθως μέθοδο ἕνα σύστημα ἀκολουθητέων πρός ἐπίτευξιν ὁρισμένου σκοποῦ κανόνων.[43] Τό διαζύγιο ἀνάμεσα στίς δύο κουλτοῦρες, προετοιμασμένο ἤδη στά τέλη τοῦ 18ου καί ἐπικυρωμένο στά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα,[44] μᾶς ἀναγκάζει νά διακρίνουμε τίς ἐπιστῆμες, ἀναλόγως τῆς χρήσης ἐξηγητικῆς ἤ κατανοητικῆς (/ἑρμηνευτικῆς) μεθόδου, σέ νομοθετικές καί ἰδιογραφικές ἀντιστοίχως.

Εἶναι δυνατόν νά ἐνταχθεῖ ἡ διαδικασία τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας σέ κάποιο ἀπό τά δύο πρότυπα; Ἀπό τήν μία, ὁ Ρώλς ἀκολουθεῖ νομοθετική πορεία, δηλώνοντας τήν πρόθεσή του νά συγκροτήσει «μία μορφή ἠθικῆς γεωμετρίας, παρ’ ὅλη τήν ἀκαμψία πού ὑποδηλώνει ὁ ὅρος».[45] Ἐπιδιώκει –ἀκόμη καί ἄν ἀποφεύγει νά χρησιμοποιήσει τήν συγκεκριμένη ἔκφραση– τήν ἀξιωματικοποίηση τῆς ἠθικῆς, τήν δημιουργία ἑνός ἐσωτερικά συνεκτικοῦ καί ἀντικειμενικοῦ ἠθικοῦ συστήματος.[46] Ἐν τούτοις, ὁ Ρώλς μοιάζει νά ἐγκολπώνει καί ἔντονα ἰδιογραφικά στοιχεῖα. Ἤδη ἡ συμβολαιική κατασκευή χρησιμοποιεῖται ἀκριβῶς γιά νά θεσμίσει τά ἀνθρώπινα ὄντα ὡς διακριτά πρόσωπα μέ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά καί πεποιθήσεις.[47] Ἡ ἴδια ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία δέν στηρίζεται στήν ἀντικειμενικότητα, ἀλλά θεσπίζεται ὡς διυποκειμενική διαδικασία. Ἐπί πλέον, ἡ ἀξίωση ἐφαρμοσιμότητας[48] τῆς θεωρίας τῆς δικαιοσύνης τήν ἐξαναγκάζει νά προσαρμοστεῖ –καί συχνά νά παραμορφωθεῖ ἐξ αἰτίας της– στήν ποικιλία τῶν ἱστορικῶν δεδομένων.[49] Ἄλλωστε, τό ἐγχείρημα μίας ἠθικῆς δικαιολογημένης ordine geometrico φαίνεται νά ὑπονομεύεται ἀπό τήν παραδοχή τοῦ Ρώλς ὅτι «δυστυχῶς, ἡ συλλογιστική μου ἀπέχει πολύ ἀπ’ αὐτό τόν στόχο, γιατί εἶναι σέ μεγάλο βαθμό διαισθητική».[50]

Ἄν ὅμως ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία εἶναι καί νομοθετική καί ἰδιογραφική μέθοδος, ἤ, μᾶλλον, οὔτε νομοθετική οὔτε ἰδιογραφική, τότε μήπως δέν ἀποτελεῖ κἄν μέθοδο, ἤ, ἀκόμη, μήπως βρίσκεται πέρα ἀπό τήν μέθοδο; Ὁ Ρώλς διστάζει νά ἀναφερθεῖ στήν διαλεκτική, ἐμμένει στόν διαδηλωμένο καντιανισμό[51] του, ἀλλά τελικῶς τό ἀποτέλεσμα θυμίζει ἐκείνη τήν εἰκόνα τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου. Ἀπό τήν ἀκαθόριστη ὅλην οὐσίαν συμπήγνυνται, σάν ἀπό κερί, δεντράκια, ἀλογάκια, ἀνθρωπάκια, καί ὅ,τι ἄλλο: ὑπάρχουν γιά λίγο, κι ὕστερα λειώνουν κι ἐπιστρέφουν στήν ροή τῆς φύσης. Ἔτσι καί ἡ θεωρία τῆς δικαιοσύνης: ξεπηδᾶ πάνοπλη ἀπό τό κεφάλι τοῦ Ρώλς , ἀλλά ὁ γονέας της γνωρίζει καλά ὅτι δέν εἶναι παρά μιά θεωρία, καταδικασμένη νά παραμορφωθεῖ καί ἴσως ἐν τέλει νά ἀχρηστευθεῖ.[52]

Ἐπίλογος

Ἆραγε ἡ προηγηθεῖσα ἐπιχειρηματολογία ἀποκαλύπτει τήν κρυφή γοητεία ἑνός ἐπαναστάτη Ρώλς; Σέ καμμία περίπτωση. Αὐτό πού θέλησα νά δείξω εἶναι ἀφ’ ἑνός ὅτι ἡ θεωρία τῆς δικαιοσύνης ἀναφέρεται σέ μία μελλοντική «ρεαλιστική οὐτοπία»[53] καί ἄρα ἀδυνατεῖ νά χρησιμεύσει ὡς νομικό ἐργαλεῖο στόν σημερινό δικαστή, καί ἀφ’ ἑτέρου ὅτι μία καντιανή ἀνάγνωση τοῦ ρωλσιανοῦ ἔργου εἶναι καταδικασμένη νά ἐθελοτυφλεῖ ἔναντι τῶν ὑπορρήτως ἀλλά οὐσιωδῶς διαλεκτικῶν βάσεών του. Ἡ θεωρία τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἕνα πολιτικό ὅραμα, τίποτε λιγότερο, ἀλλά καί τίποτε περισσότερο.

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τό ἔργο τοῦ Ρώλς παραμένει μία δεξαμενή ἄντλησης ἰδεῶν καί ἐπιχειρημάτων ἰσχυρῶν – ἀκόμη καί μέ ἀμφισβητήσιμα τά θεμέλιά τους.[54] Ἴσως ὅμως τελικῶς ἡ πιό πυκνή κριτική τοῦ ρωλσιανοῦ ἔργου νά ξεκινᾶ ἀπό τήν πρακτική-πολιτική καί ὄχι τήν νομική-θεωρητική ἀνάλυση: «Ὁ πραγματικός κόσμος εἶναι ὁ κόσμος τῆς ταξικῆς διαίρεσης καί ταξικῆς σύγκρουσης. Ἕνα λογικό ἐπιχείρημα δέν εἶναι ἀρκετό γιά νά πείσει μία ἐπιχείρηση πού κερδίζει δισεκατομμύρια».[55]

Πρόσθετη βιβλιογραφία

  • Ἰ. Π. Ἀραβαντινός, Στοιχεῖα Μεθοδολογίας τοῦ Δικαίου, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1978.
  • Ἰ. Π. Ἀραβαντινός, Εἰσαγωγή στήν Ἐπιστήμη τοῦ Δικαίου, β’ ἔκδ., Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1983.
  • Χ. Θεοδωρίδης, Εἰσαγωγή στήν Φιλοσοφία, β’ ἔκδ., Ἐκδόσεις τοῦ Κήπου, Ἀθήνα, 1955.
  • Ἀ. Μιχαλάκης, Τό Δίκαιο καί τό Ἀγαθό: Δοκίμιο γιά τήν Θεωρία Δικαιοσύνης τοῦ John Rawls, Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα, 2013.
  • Κ. Παπαγεωργίου, Ἡ πολιτική δυνατότητα τῆς δικαιοσύνης, Νῆσος, Ἀθήνα, 1994.
  • Γ. Φαράκλας, Γνωσιοθεωρία καί Μέθοδος στόν Ἕγελο, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα, 2000.
  • N. Daniels, Justice and Justification: Reflective Equilibrium in Theory and Practice, Cambridge University Press, Νέα Ὑόρκη, 1996.
  • S. Freeman, Rawls, Routledge, Λονδίνο, 2007.
  • N. Goodman, Fact, Fiction, and Forecast, Harvard University Press, Κέιμπριτζ Μασσ., 1955.
  • Ι. Kant, Τά θεμέλια τῆς Μεταφυσικῆς τῶν ἠθῶν, Δωδώνη, Ἀθήνα-Γιάννινα, 1984.
  • J. Mandle, Rawls’s A Theory of Justice: An Introduction, Cambridge University Press, Νέα Ὑόρκη, 2009.
  • J. McMahan, Moral Intuition, εἰς H. LaFollette (ἐπιμ.), Blackwell Guide to Ethical Theory, Blackwell, Ὀξφόρδη, 2000, κεφ. 5.
  • J. Mikhail, «Rawls’ Concept of Reflective Equilibrium and Its Original Function in A Theory of Justice», Washington University Jurisprudence Review 3(1), 2011.
  • J. Rawls, A Theory of Justice, Revised edition, Harvard University Press, Cambridge MA, 1999.

Υποσημειώσεις

  1. G. Deleuze/D. Lapoujade (ἐπιμ.), L’ île déserte et autres textes, Textes et entretiens 1953-1974, Minuit, Παρίσι, 2002, σελ. 192.
  2. Τζών Ρώλς, Θεωρία τῆς Δικαιοσύνης, στ’ ἔκδ., Πόλις, Ἀθήνα, 2010, σελ. 45-48.
  3. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 78-81.
  4. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 19.
  5. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 78.
  6. Ὁ Τίμ Σκάνλον θεωρεῖ τήν ἐπιλογή τῶν ἐκτιμήσεων καί τήν ἐπιλογή τῶν ἀρχῶν δύο διαφορετικά στάδια, ὅπου οἱ ἐκτιμήσεις προηγοῦνται (T. M. Scanlon, Rawls on Justification, εἰς S. Freeman (ed.), The Cambridge Companion to Rawls, Cambridge University Press, Νέα Ὑόρκη, 2003, σελ. 139-167: 140). Ἐν τούτοις, ὁ Ρώλς προτείνει σαφῶς νά «ξεκινοῦμε ταυτόχρονα καί ἀπό τίς δύο ἄκρες τοῦ νήματος» (Ρώλς, ὅπ.π. [ὑποσημ. 2], σελ. 46). Βλ. παρακάτω ὑποσημ. 40.
  7. Ἡ διάκριση ὀνοματοδοτεῖται καί ἀποσαφηνίζεται στόν J. Rawls, The Independence of Moral Theory (1975), εἰς S. Freeman, John Rawls: Collected Papers, Harvard University Press, Κέιμπριτζ Μασσ. καί Λονδίνο, 1999, σελ. 286-302: 288 ἑπ.). Βλ. ἀκόμη, J. Rawls, Political Liberalism, Columbia University Press, Νέα Ὑόρκη, 2005, σελ. 384.
  8. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 79.
  9. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 80.
  10. Ἡ ἐπιλογή τοῦ ἐπιθέτου εἶναι δική μου.
  11. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 80. Πρβλ. καί σελ. 47: «Αὐτή ἡ ἰσορροπία ὅμως δέν εἶναι ἀπαραιτήτως σταθερή. Ἐνδέχεται πάντα νά ὑποστεῖ διαταραχές λόγῳ τῆς περαιτέρω διερεύνησης τῶν ὅρων πού θά ἔπρεπε νά ἐπιβληθοῦν στήν κατάσταση τοῦ συμβολαίου, καθώς καί λόγῳ ἰδιαζουσῶν περιπτώσεων, ἱκανῶν νά ὁδηγήσουν στήν ἀναθεώρηση τῶν κρίσεών μας».
  12. Βλ. M. R. DePaul, Balance and Refinement: Beyond Coherence Methods of Moral Inquiry, Routledge, Νέα Ὑόρκη, 1993, σελ. 3-4.
  13. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 294.
  14. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. σελ. 29. Ὁ Ρώλς τονίζει τόν «ἄδικο χαρακτήρα τῶν ὑπαρχόντων θεσμῶν» (σελ. 331).
  15. Τό αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης διαθέτει φυσική, ἴσως καί βιολογική, βάση. Βλ. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 575:

    «Ὑποθέτω ὅτι ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῆς ἀνθρωπότητας διαθέτει τήν ἱκανότητα νά ἔχει αἴσθημα δικαιοσύνης. [...] Τό νά διαθέτει κάποιος σέ μεγαλύτερο βαθμό τήν ἱκανότητα νά ἔχει αἴσθημα δικαιοσύνης, ..., εἶναι ἔμφυτο χάρισμα, ὅπως κάθε ἄλλη ἱκανότητα»·

    σελ. 563:

    «... τό αἴσθημα δικαιοσύνης πού ἔχει διαμορφωθεῖ μέσῳ τῆς ἀμοιβαιότητας, ἐμφανίζεται ὡς συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνικότητας»·

    σελ. 556:

    «Μέ ἄλλα λόγια, σέ ὅποιον λείπει τό αἴσθημα δικαιοσύνης λείπουν καί ὁρισμένες θεμελιώδεις στάσεις καί ἱκανότητες πού ἐμπεριέχονται στήν ἰδέα τῆς ἀνθρωπιᾶς»·

    σελ. 528:

    «Ξεκινῶ ἀπό τήν προϋπόθεση ὅτι τά νέα μέλη τῆς κοινωνίας ἀποκτοῦν βαθμιαία, μεγαλώνοντας, τό αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης. Ἡ διαδοχή τῶν γενεῶν καί ἡ ἀνάγκη καλλιέργειας (ἀκόμη καί τῶν ἁπλούστερων) ἠθικῶν στάσεων στά παιδιά συγκαταλέγονται μεταξύ τῶν προϋποθέσεων τοῦ ἀνθρώπινου βίου».

  16. Βλ. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 11, ὅπου γίνεται λόγος γιά «τήν ἐπαρκῆ ἀνάπτυξη ... τῆς ἱκανότητάς τους ... νά διαθέτουν ἕνα αἴσθημα δικαιοσύνης».
  17. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 29: «Θά μποροῦσε νά φανταστεῖ κανείς τήν δημόσια ἀντίληψη δικαιοσύνης ὡς τόν καταστατικό χάρτη μίας εὐτεταγμένης ἀνθρώπινης συνένωσης».
  18. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 92.
  19. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 31:

    «Γιά μᾶς τό πρωταρχικό ζήτημα τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἡ βασική διάρθρωση τῆς κοινωνίας ἤ, ἀκριβέστερα, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο οἱ μείζονες κοινωνικοί θεσμοί διανέμουν θεμελιώδη δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις, καθορίζοντας τήν κατανομή τῶν πλεονεκτημάτων τῆς κοινωνικῆς συνεργασίας».

    Ἡ ἰδέα ἐπαναλαμβάνεται σέ πολλά σημεῖα, π.χ.:

    «... οἱ δύο ἀρχές συγκροτοῦν ἀπό κοινοῦ μία ἀντίληψη περί δικαιοσύνης ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται στήν βασική δομή ὁλόκληρης τῆς κοινωνίας» (σελ. 196)·

    «... ἡ δικαιοσύνη ὡς ἀκριβοδικία ἐφαρμόζεται στήν βασική δομή διάρθρωση τῆς κοινωνίας» (σελ. 309).

  20. Π. Κ. Σούρλας, Justi atque injusti scientia: Μιά εἰσαγωγή στήν ἐπιστήμη τοῦ δικαίου, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1995, σελ. 100. Γενικότερα, βλ. Π. Κ. Σούρλα, Ἡ διαπλοκή δικαίου καί πολιτικῆς καί ἡ θεμελίωση τῶν νομικῶν κρίσεων, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1989.
  21. Βλ. Θ. Δ. Τσάτσο, Αἱ Γενικαί Ἀρχαί τοῦ Πολιτειακοῦ Δικαίου, Τό Νομικόν, Ἀθήνα, 1959, σελ. 104 ἑπ. καί ἰδίως σελ. 117.
  22. Βλ. Π. Κ. Σούρλα, Θεμελιώδη ζητήματα τῆς μεθοδολογίας τοῦ δικαίου, μέρος α’: θεωρητική στοιχείωση, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1986, σελ. 30, ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει ὅτι στίς νομικές κρίσεις ὡς ἀντικείμενο τῆς μεθοδολογίας «ἀνήκουν ὄχι μόνο οἱ δικαστικές, ἀλλά καί οἱ νομοθετικές καθώς καί οἱ κρίσεις (προτάσεις) τῆς φιλοσοφίας τοῦ δικαίου [...]».
  23. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 294.
  24. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 591. Γιά τήν ἔννοια τοῦ ἀρχιμήδειου σημείου, βλ. ἀκόμη σελ. 312 καί 315. Πρβλ. τήν ἀναφορά τοῦ Kant στήν καθαρή ἠθικότητα ὡς λυδία λίθο (Ἰ. Κάντ, Κριτική τοῦ Πρακτικοῦ Λόγου, β’ ἔκδ., Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα, 2006, 2006, σελ. 223).
  25. Βλ. καί Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 363:

    «Δεχόμενοι ὅτι οἱ ὑπάρχουσες συνθῆκες ὑπολείπονται πάντοτε τῶν ἰδανικῶν ὅρων, ἔχουμε ἤδη μία ἔννοια δικαίου. Ἐπί πλέον, εἴμαστε σέ καλύτερη θέση νά ἐκτιμήσουμε τήν σοβαρότητα τῶν ὑπαρχουσῶν ἀτελειῶν καί νά ἀποφασίσουμε τόν καλύτερο τρόπο προσέγγισης τοῦ ἰδανικοῦ».

  26. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 324:

    «Ἡ ἰδανική ἀντίληψη μπορεῖ τότε νά νά χρησιμοποιηθεῖ γιά τήν ἀποτίμηση τῶν ὑπαρχουσῶν ρυθμίσεων καί, ταυτόχρονα, ὡς πλαίσιο γιά τόν προσδιορισμό τῶν ἀλλαγῶν πού πρέπει νά ἐπιχειρηθοῦν».

  27. R. M. Unger, What Should Legal Analysis Become?, Verso, Λονδίνο καί Νέα Ὑόρκη, 1996, σελ. 36.
  28. R. M. Unger, What Should Legal Analysis Become?, Verso, Λονδίνο καί Νέα Ὑόρκη, 1996, σελ. 129 ἑπ..
  29. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 490.
  30. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 491, 494, 496.
  31. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2): «Ἐπί πλέον, ὅμως, ἡ ἀριστοτελική ἀρχή ἰσχύει ἐξ ἴσου γιά τούς θεσμούς ὅσο καί γιά κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη δραστηριότητα».
  32. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 495.
  33. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 648.
  34. Εὔκολα ἀναγνωρίζουμε στήν ἀρχική ἰσορροπία τήν ἑγελιανή ἀμεσότητα, στήν πολλαπλότητα τῆς στενῆς ἰσορροπίας τίς θέσεις καί ἀντιθέσεις, στήν συμπεριληπτικότητα τῆς εὐρείας ἰσορροπίας τήν διαλεκτική ἀναίρεση (Ἕγελος, Φαινομενολογία τοῦ Νοῦ, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα, 2007· G. W. F. Hegel, Ἡ Ἐπιστήμη τῆς Λογικῆς, Δωδώνη, Ἀθήνα-Γιάννινα, 1991). Πρβλ. M. Anderheiden, «Justification by Reflective Equilibrium in Rawls’s More Recent Work», Paideia: Philosophy Educating Humanity, 1998, ὅπου ὑποστηρίζεται –μέ ἐντελῶς ὡστόσο διαφορετική, περισσότερο «ἐσωτερική», προσέγγιση ἀπό τήν ἐδῶ ἐπιχειρούμενη– ἡ συγκρότηση τῆς εὐρείας ἰσορροπίας ἀπό περισσότερες στενές ἰσορροπίες.
  35. «Κατά μία ἔννοια, οἱ διαλέξεις γιά τόν Χέγκελ σκιαγραφοῦν τήν γέφυρα μεταξύ τῆς καντιανῆς ἠθικῆς σκέψης καί τοῦ φιλελευθερισμοῦ τοῦ ἔργου τοῦ ἴδιου τοῦ Rawls» (B. Herman, Editor’s Foreword, εἰς J. Rawls, Lectures on the History of Moral Philosophy, Harvard University Press, Κέιμπριτζ Μασσ. καί Λονδίνο, 2000, σελ. xi-xix: xv), ἐνῶ ἤδη ὁ Ρώλς, πραγματευόμενος τίς «θεμελιώδεις ἰδέες» τῆς θεωρίας του, εἶχε ἀνακαλύψει ἕναν ἀπό τούς ρόλους τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας, ἐκεῖνον τῆς συμφιλίωσης (reconciliation), στήν Φιλοσοφία τοῦ Δικαίου τοῦ Χέγκελ (J. Rawls, Justice as Fairness: A Restatement, Harvard University Press, Κέιμπριτζ Μασσ. καί Λονδίνο, 2001, σελ. 3, θέση πού ἐπαναλαμβάνεται στόν J. Rawls, Lectures on the History of Political Philosophy, Harvard University Press, Κέιμπριτζ Μασσ., 2007, σελ. 10).
  36. Βλ. σχετικά S. Houlgate, Hegel, Rawls, and the Rational State, εἰς R. R. Williams, Beyond Liberalism and Communitarianism: Studies in Hegel’s Philosophy of Right, State University of New York Press, Ἄλμπανυ, 2001, σελ. 249-274 (κεφ. 12)· S. A. Schwarzenbach, «Rawls, Hegel, and Communitarianism», Political Theory 19(4), Νοέμβριος 1991, σελ. 539-571· M. Meek Lange, «Exploring the Theme of Reflective Stability: John Rawls’ Hegelian Reading of David Hume», Public Reason 1(1), 2009, σελ. 75-90.
  37. Εἶναι γνωστές οἱ σχέσεις τοῦ Μπεργκσόν μέ τόν ἀμερικανικό πραγματισμό, μέ τόν ὁποῖον ὁ Ρώλς ἦρθε σέ ἐπαφή μέσῳ τῆς μελέτης τοῦ Τζών Ντιούι, ἀλλά καί τῶν ἀμερικανῶν νομικῶν ρεαλιστῶν, βλ. E. T. Weber, Rawls, Dewey, and constructivism: on the epistemology of justice, Continuum, Νέα Ὑόρκη, 2010. Ὅσο γιά τήν σχέση τοῦ Ντιούι μέ τόν Χέγκελ, ἡ θέση τοῦ ἴδου τοῦ Ρώλς εἶναι ἀποκαλυπτική: «Συνηθίζουμε νά τόν θεωροῦμε ὡς τόν ἱδρυτή ἑνός χαρακτηριστικά ἀμερικανικοῦ καί ὀργανικοῦ νατουραλισμοῦ καί, ἔτσι, παραβλέπουμε τό γεγονός ὅτι ὁ Ντιούι ξεκίνησε τήν φιλοσοφική του ζωή, ὅπως πολλοί ἄλλοι στά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα, ἐξαιρετικά ἐπηρεασμένος ἀπό τόν Χέγκελ· καί ἡ ἰδιοφυία του ἔγκειται στό ὅτι προσήρμοσε μεγάλο μέρος ἀπό ὅ,τι ἀξίζει στόν ἑγελιανό ἰδεαλισμό σέ μία μορφή τοῦ νατουραλισμοῦ, ταιριαστή μέ τήν κουλτούρα μας» (J. Rawls, Kantian Constructivism in Moral Theory (1980), εἰς S. Freeman, John Rawls: Collected Papers, Harvard University Press, Κέιμπριτζ Μασσ. καί Λονδίνο, 1999, σελ. 303-358: 303-304).
  38. Βλ. Ἐρ. Μπερξόν [sic], Ἡ δημιουργική ἐξέλιξη, β’ ἔκδ., Πόλις, Ἀθήνα, 2006, σελ. 214 ἑπ., 265 ἑπ. .
  39. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 648. Ὁ νεαρός Ρώλς τό διατυπώνει μέ περισσότερη ὀξύτητα: «Ἡ διχοτομία μεταξύ τοῦ ἀτόμου καί τῆς κοινωνίας πού προβλημάτισε τήν σύγχρονη δυτική σκέψη δέν εἶναι στήν πραγματικότητα κἄν διχοτομία» (J. Rawls [ἐπιμ. T. Nagel], A Brief Inquiry into the Meaning of Sin and Faith, with “On my Religion”, Harvard University Press, Κέιμπριτζ Μασσ. καί Λονδίνο, 2009, σελ. 127).
  40. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 46. Βλ. παραπάνω ὑποσημ. 6. Ὁ Χέγκελ καταγγέλει τήν ἀνολοκλήρωτη διαλεκτική κίνηση ὡς ἕνα «κατά βούληση πηγαινέλα διαλογισμῶν» (Hegel, ὅπ.π. [ὑποσημ. 34], σελ. 192, § 77) ἤ ἕνα «ἀσυνείδητο παραμιλητό πού πηγαινοέρχεται» (Ἕγελος, ὅπ.π. [ὑποσημ. 34], σελ. 208, § 205), ἐνῶ ἡ χρήση τῆς ἔκφρασης εἶναι συνήθης καί στά ὑπόλοιπα ἔργα του. Ἡ γνωστή στούς νομικούς ἀποστροφή τοῦ Ἔνγκις σχετικά μέ τό «πέρα-δῶθε τοῦ βλέμματος» (Hin- und Herwandern des Blickes) παραπέμπει στήν ἴδια εἰκόνα (K. Engisch, Logische Studien zur Gesetzanwendung, γ’ ἔκδ., Winter, Χαϊδελβέργη, 1963, σελ. 15· βλ. καί K. Engisch, Εἰσαγωγή στήν Νομική Σκέψη, β’ ἔκδ., ΜΙΕΤ, Ἀθήνα, 1986).
  41. Ἡ Σβάρτζενμπαχ (1991, σελ. 564) ἐπικρίνει ὡς ἀποπροσανατολιστικές τίς κοινοτιστικές κριτικές στόν Rawls (Schwarzenbach, ὅπ.π. [ὑποσημ. 36], σελ. 564). Πρβλ. καί Rawls, ὅπ.π. [ὑποσημ. 39], σελ. 122: «Κάθε πράξη πού καταστρέφει τήν κοινότητα εἶναι πράξη ἁμαρτίας».
  42. Γκ. Χέγκελ, Φιλοσοφία τοῦ Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Ἀθήνα, 2012, σελ. 297:

    «Τό κράτος εἶναι ἡ οὐσιώδης πραγματικότητα τῆς συγκεκριμένης ἐλευθερίας»,

    καί σελ. 302:

    «Πολλές φορές λέγεται ὅτι ὁ σκοπός τοῦ κράτους εἶναι ἡ εὐτυχία τῶν πολιτῶν. Τοῦτο εἶναι βεβαίως ἀληθές. Ἄν δέν περνοῦν καλά, ἄν δέν ἱκανοποιεῖται ὁ ὑποκειμενικός τους σκοπός, ἄν δέν θεωροῦν ὅτι ἡ διαμεσολάβηση αὐτῆς τῆς ἱκανοποίησης εἶναι τό κράτος ὡς τέτοιο, τότε τοῦτο ἵσταται σέ πήλινα πόδια».

  43. Ὁ Σούρλας μιλᾶ γιά «προμελετημένη διαδοχή ἐνεργειῶν διαταγμένων σέ ὁρισμένη σειρά, ἔτσι ὥστε ἡ συνεπής πραγμάτωσή τους νά ὁδηγεῖ ὅσο γίνεται καλύτερα στήν ἐπίτευξη ὁρισμένου στόχου» (Σούρλας, ὅπ.π. [ὑποσημ. 22], σελ. 25). Πρβλ. καί σχετικό λῆμμα Λεξικοῦ Τριανταφυλλίδη, σελ. 833: «ὀργανωμένο σύνολο κανόνων πού ρυθμίζουν ὁρισμένη ἀνθρώπινη δραστηριότητα. 1α. Σύνολο κανόνων ἤ ἐνεργειῶν γιά τήν ἐπίτευξη ὁρισμένου σκοποῦ».
  44. Βλ. I. Wallerstein, The Modern World-System IV: Centrist Liberalism Triumphant, 1789-1914, University of California Press, Μπέρκλεϋ καί Λός Ἄντζελες, 2011, σελ. 219 ἑπ.
  45. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 156. Ὁ Ρώλς προσπαθεῖ νά οἰκοδομήσει ἕνα ἀξιωματικό ἠθικό σύστημα, παραδεχόμενος τήν δύναμη τῆς παραγωγικῆς (deductive) λογικῆς (σελ. 154, 156, 226), ὄχι ὅμως χωρίς κριτική τῶν ὠφελιμιστικῶν ἤ θεμελιοκρατικῶν προϋποθέσεών της (σελ. 228, 655).
  46. Βλ. χαρακτηριστικά τήν ἐκτεταμένη ἀνάλυση τῆς ἀντικειμενικότητας τῶν ἠθικῶν κρίσεων τῶν αὐτόνομων προσώπων στά πλαίσια τῆς εὐτεταγμένης κοινωνίας (Ρώλς, 2010, σελ. 583 ἑπ.).
  47. Ἕναν πρόσθετο παράγοντα σχετικοποίησης τῆς νομοθετικῆς πλευρᾶς τῆς ρωλσιανῆς σκέψης, ἀποτελεῖ ἡ ὁμολογία ὅτι «ὑπάρχουν ἄπειρες παραλλαγές τῆς ἀρχικῆς κατάστασης, καί ἑπομένως δέν χωρεῖ ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχουν ἄπειρα θεωρήματα ἠθικῆς γεωμετρίας» (σελ. 162). Παρά ταῦτα, ὁ Rawls δέν θεωρεῖ σημαντική τήν ζημία, δεδομένου ὅτι «ἐλάχιστα ... εἶναι αὐτά πού παρουσιάζουν φιλοσοφικό ἐνδιαφέρον».
  48. Βλ. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 18, 194, 364, 640, 661.
  49. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 596:

    «Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄν ἱστορικό σημαίνει πώς ἡ πραγμάτωση τῶν δυνατοτήτων ἀτόμων πού ζοῦν κάποια δεδομένη στιγμή προαπαιτεῖ τήν συνεργασία πολλῶν γενεῶν (ἤ ἀκόμη καί κοινωνιῶν) γιά ἕνα μακρό χρονικό διάστημα. Σημαίνει, ἐπίσης, ὅτι ἡ συνεργασία αὐτή καθοδηγεῖται κάθε στιγμή ἀπό μία κατανόηση τῶν πεπραγμένων τοῦ παρελθόντος, ὅπως αὐτά ἑρμηνεύονται ἀπό τήν κοινωνική παράδοση».

    Ἔτσι, π.χ., γιά τό ποιό κοινωνικό σύστημα εἶναι τό κατάλληλο γιά τήν ὑλοποίηση τῆς θεωρία τῆς δικαιοσύνης τήν ἀπάντηση δίνουν «οἱ ἱστορικές συνθῆκες καί οἱ παραδόσεις, οἱ θεσμοί καί οἱ κοινωνικές δυνάμεις τῆς κάθε χώρας» (σελ. 15). Βλ. ἐπίσης, σελ. 325:

    «μιά τέτοια ἀπάντηση ἐξαρτᾶται, σέ μεγάλο βαθμό, ἀπό τίς παραδόσεις, τούς θεσμούς καί τίς κοινωνικές δυνάμεις κάθε χώρας, καθώς καί ἀπό τίς ἰδιαίτερες ἱστορικές περιστάσεις της»,

    καί σελ. 333:

    «...τό ποιό σύστημα εἶναι τό καλύτερο γιά ἕναν δεδομένο λαό ἐξαρτᾶται ἀπό τίς περιστάσεις, τούς θεσμούς καί τίς ἱστορικές παραδόσεις του».

    Πρβλ. τό ἐπιχείρημα γιά τήν ἀνισότητα τῶν πολιτικῶν ἐλευθεριῶν ὡς «ἐπιτρεπτή προσαρμογή στά ἱστορικά δεδομένα» (σελ. 295-296).

  50. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 156. Πρβλ. καί σελ. 543: «Δέν θά ἰσχυριζόμουν βέβαια ὅτι ἡ δικαιοσύνη ὡς ἀκριβοδικία εἶναι ἡ μόνη θεωρία πού μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει πειστικά τό αἴσθημα δικαιοσύνης».
  51. Ἡ ρωλσιανή μεταχείριση τοῦ Κάντ παραμένει διαρκῶς σημεῖο ἀντιλεγόμενο, βλ. K. Budde, «Rawls on Kant: Is Rawls a Kantian or Kant a Rawlsian?», European Journal of Political Theory 6, Ἰούλιος 2007, σελ. 339-358.
  52. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 81.
  53. Βλ. J. Rawls, The Law of Peoples, with “The Idea of Public Reason Revisited”, β’ ἔκδ., Harvard University Press, Κέιμπριτζ Μασσ. καί Λονδίνο, 2000, passim. Θεωρῶ δηλαδή ὅτι χρειάζεται μία ἔντονη ἀσυνέχεια μεταξύ τῆς σημερινῆς μας κατάστασης καί τῆς μελλοντικῆς εὐταξίας. Ἡ κριτική πού ζητᾶ τήν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων μόνο μέσῳ τοῦ διαλόγου καί στά πλαίσια τῶν ἰσχυόντων θεσμῶν στήν πραγματικότητα ἀναιροῦν τήν ρωλσιανή σκέψη, θεωρώντας ὅτι ἡ κοινωνία μας εἶναι κατά βάσιν δίκαιη, καί χρειάζεται ἁπλῶς νά ἐκσυγχρονιστεῖ περισσότερο στά σημεῖα. Ὅμως ἡ θεωρία τῆς δικαιοσύνης ἐφαρμόζεται στήν βασική δομή τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία, κατά τόν Ρώλς , κάθε ἄλλο παρά εὔτακτη εἶναι. Μέ ἄλλα λόγια, ἤ ἔχουμε προβληματική δομή ἤ ἔχουμε προβληματικό «ἐποικοδόμημα». Ὁ Ρώλς φαίνεται νά συμφωνεῖ μέ τήν πρώτη ἐκδοχή. Βλ. ἐνδεικτικά καί Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 428-429, ὅπου δικαιολογεῖ τήν ἐπαναστατική δράση, ἐφ’ ὅσον αὐτή ἀντιμάχεται ἄδικα καί διεφθαρμένα καθεστῶτα (σελ. 423).
  54. Κάτι πού τό δέχεται καί ὁ ἴδιος ὡς θεμιτή πιθανότητα, βλ. Ρώλς, ὅπ.π. (ὑποσημ. 2), σελ. 41.
  55. Χ. Ζίν, Διακηρύξεις Ἀνεξαρτησίας, Ἐξάρχεια, Ἀθήνα, 2009, σελ. 203.