Πηγές:Αρχειοθραύστης (περιοδικό)/Η Ψυχή και η Διάσπαση του Ατόμου

Από Αρχειοπαίδεια
Πλήρης τίτλος: Η Ψυχή και η Διάσπαση του Ατόμου
Συγγραφέας: Γιάννης Ευσταθίου
Πηγή: Αρχειοθραύστης 1 (2011)

Από νωρίς η φιλοσοφία προσπάθησε να λύσει το ζήτημα της σχέσης νόησης-σώματος στον άνθρωπο. Οι δύο αυτές κατηγορίες, για χρόνια αντιμετωπίζονταν ως αυθύπαρκτες και παράλληλες πραγματικότητες, η μία εκ των οποίων, η νόηση, παρείσφρησε στο ανθρώπινο σώμα από κάποια «εξωτερική ώθηση». Η υλικότητα του σώματος και το ανθρώπινο πνεύμα έμοιαζαν για πολύ καιρό ασυμβίβαστα και σε μια διαρκή σχέση εξωτερικής ενότητας όσο και αναίρεσης/απόσβεσης. Οι λογικές κατηγορίες και το ανθρώπινο νοείν έμοιαζαν εξ ολοκλήρου να αντιδιαστέλλονται με τη σωματικότητα, έρμαιο αυτή των παθών και των ορμών, θνητό κέλυφος της ανθρώπινης φαντασίας, για τους ορφικούς το σώμα ήταν το «σήμα» (αντικατάσταση του μακρού «η» από το «ω»), δηλαδή ο τάφος, της ψυχής.

Η διχοτόμηση του Ενός σε σώμα και ψυχή ή πνεύμα, από την αρχαιότητα και τον χριστιανισμό, όπως και από κάθε άλλη θρησκευτική δοξασία αλλά και από τον προσκολλημένο στην κατ’ αίσθησιν εποπτεία κοινό νου, υλιστικά έχει ως προϋπόθεση την ριζική αυτονόμηση της άμεσης αισθητηριακής παράστασης (που θεωρείται πλέον ανεξάρτητη, από την ύλη, έννοια) από το άμεσο ερέθισμά της, που βρίσκεται στην αντικειμενική πραγματικότητα. Το γεγονός αυτό, η απόσπαση της παράστασης από την αισθητηριακή της διέγερση και άρα η συγκρότηση της έννοιας που μπορεί να ανακαλείται, είναι το έμβρυο της ανθρώπινης νόησης (βλέπε και δεύτερο σύστημα σημάτων σε ορισμένα ζώα). Η απόσπαση αυτή της παράστασης και η ποιοτική της αναβάθμιση σε έννοια είναι, ειδικά στον άνθρωπο, καθοριστική για την σκοποθεσία της εργασιακής δραστηριότητας. Ο σκοπός είναι η προτρέχουσα σύλληψη-παράσταση της εργασιακής δραστηριότητας ως το αποτέλεσμά της και αντιπροσωπεύει την πνευματική δραστηριότητα της παραγωγής, σε αντιδιαστολή με την υλική δραστηριότητα του σώματος. Το γεγονός αυτό είναι το δεύτερο αναγκαίο βήμα της διάσπασης της ανθρώπινης δραστηριότητας σε ψυχή/πνεύμα και σώμα. Τελικά, η πανάρχαια διάκριση και ύστερα αντίθεση πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας, μια αντίθεση προταξική, που αφορά την πάλη πάνω στην παραγωγή και διανομή του πρωταρχικού πλεονάσματος, έρχεται να εγκαθιδρύσει την διχοτόμηση του Ενός σε σώμα και πνεύμα ως δύο παράλληλες πραγματικότητες. Στο κύκλωμα ανάγκη → σκοπός → παραγωγή (επί σκοπώ παραγωγή) → κατανάλωση, και στην ιστορική επανάληψή του, με δεδομένη την αντίθεση πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας (άλλοι «το μυαλό», άλλοι «τα χέρια»), εγκαθιδρύεται ολοένα και περισσότερο η διχοτόμηση, η οποία στον καπιταλισμό παίρνει την μορφή νεκρή εργασία («κεφάλαιο» και σκοπός της παραγωγής τεθειμένος από τον ατομικό κεφαλαιοκράτη) και ζωντανή εργασία (ο άνθρωπος που πουλά την εργατική του δύναμη έναντι μισθού). Η διχοτόμηση αυτή σε σώμα-«ψυχή», γνώρισε την διαλεκτική της άρση σε θεωρησιακό επίπεδο από τον επαναστατικό μαρξισμό, με την διαλεκτική θεωρίας-πράξης προς την επαναστατική επίλυση των αντιφάσεων του κοινωνικού γίγνεσθαι. Το σώμα αποτελεί τον γεωμετρικό χώρο της ανθρώπινης οντότητας και τον κόμβο όπου διασταυρώνονται όλες οι υλικές δραστηριότητές της (με τον όρο «υλικές» να περιλαμβάνει και αυτές του νευρικού συστήματος). Είτε ενεργεί είτε δέχεται παθητικά, ο άνθρωπος ποτέ δεν ενεργεί απλώς όπως ποτέ δεν δέχεται παθητικά, κάθε ενέργεια κάμπτει αντιστάσεις άλλων εξωτερικών ενεργειών-επιδράσεων, καθορίζει και επικαθορίζεται από αυτές τις δράσεις, αλλά και κάθε επενέργεια πάνω στον φαινομενικά «παθητικό» άνθρωπο τον ενεργοποιεί, με την έννοια ότι ακόμα και το απλό γεγονός της ακοής δεν είναι απλή υποδοχή ηχητικών μηνυμάτων, αλλά και ενεργητική πρόσληψή τους μέσω των αισθητηριακών οργάνων και επεξεργασία τους. Κατά παρόμοιο τρόπο, η γλώσσα και οι κοινωνικές σχέσεις, η παιδεία και οι ηθικές αξίες, δεν «μεταβιβάζονται» στον άνθρωπο, ο ίδιος τις εσωτερικεύει και μόνο μέσα από μια διαδικασία αναμεταβίβασης και συνδιαμόρφωσης. Ο άνθρωπος «δίνει ερμηνείες» φορτίζοντας τις λέξεις που προσφέρει και αποσυμβολίζοντας τις λέξεις που ενσωματώνει, κοινωνικοποιείται κοινωνικοποιώντας, μεταβολίζει την ύλη-φύση, καθιστώντας την παράλληλα και το «ανόργανο σώμα του», κατά την ρήση του Κ. Μαρξ στα φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844, το ανόργανο σώμα του ιδίου και της κοινωνίας.

Οι θεωρήσεις που ήθελαν τον υλικό κόσμο και το σώμα, το «είναι», να είναι ριζικά διαφορετικό (αντίθεση νόησης-είναι) από την νόηση (την «ουσία») και να μην έχει με αυτήν κανένα σημείο τομής, συναντούσαν το πρόβλημα να απαντήσουν στο ερώτημα: Πώς μπορεί να συναχθεί λογικά το είναι από την νόηση και αντίστροφα, ώστε να συνδέεται στον άνθρωπο η νόηση με τις σωματικές λειτουργίες; Η νόηση και το σώμα έπρεπε με κάποιο τρόπο να «έλθουν σε επαφή», ώστε η γραμμή αυτή ή το σημείο επαφής να ξεχωρίζει αλλά και να διαμεσολαβεί αυτές τις δύο εκφάνσεις του ανθρώπινου όντος, και να δικαιολογείται ο συγκεκριμένος εντοπισμός της νόησης του ανθρώπου στο νευρικό σύστημα, σε σχέση με την τάχα υπερουράνια, άρα και υπερσωματική φύση του Πνεύματος.

«Δεν υπάρχουν δύο διαφορετικά και πρωταρχικά αντικείμενα μελέτης, το σώμα και η νόηση, αλλά το ένα και μοναδικό αντικείμενο, και πιο συγκεκριμένα το σκεπτόμενο σώμα του πραγματικού ανθρώπου (είτε κάποιου άλλου ανάλογου όντος, αν κάτι τέτοιο υπάρχει κάπου στο σύμπαν), που εξετάζεται κάτω από δυο διαφορετικές, ακόμη και αντίθετες απόψεις, ή οπτικές γωνίες. Ο ζωντανός και πραγματικά σκεπτόμενος άνθρωπος [...] δεν αποτελείται από δυο καρτεσιανά ήμισυ (σ.σ. εννοεί την «νόηση» και την «έκταση»), από “τη νόηση που στερείται σώματος”, και από το “σώμα που στερείται νόησης”. Σε σχέση με τον πραγματικό άνθρωπο και το ένα και το άλλο είναι δυο εσφαλμένες αφαιρέσεις».[1] Η νόηση είναι ένας από τους τρόπους ύπαρξης της ύλης, μια «ανώτερη μορφή οργάνωσής της», όπως το έχει θέσει ο Λένιν, σκέψη παρμένη από το φιλοσοφικό οπλοστάσιο του Σπινόζα και της «Ηθικής» του, η νόηση αποτελεί ένα έσχατο σημείο της εκδίπλωσης της Φύσης. Όταν σκέφτεται ο άνθρωπος, για τον Σπινόζα, «σκέφτεται όλη η Φύση». Ιστορικοϋλιστικά, η νόηση, σαν απλή λειτουργία, είναι μια μορφή αντανάκλασης αλλά και ανάπλασης-αναδόμησης της εξωτερικής πραγματικότητας, και ως προς την καταγωγή της «στην πραγματικότητα, αποτελεί μόνο ιδιότητα, κατηγόρημα του ίδιου εκείνου σώματος το οποίο έχει και το χωρικό κατηγόρημα».[2] Μεταξύ νόησης και σωματικής ενέργειας δεν μπορεί να υπάρχει σχέση αιτίου-αποτελέσματος, «επειδή η νόηση και το σώμα δεν είναι δύο διαφορετικά αντικείμενα, που υπάρχουν χωριστά και που για αυτό μπορούν και δρουν αμοιβαία, αλλά ένα και το αυτό αντικείμενο, που εκφράζεται με δύο διαφορετικούς τρόπους είτε εξετάζεται από δυο διαφορετικές απόψεις».[3]

Η συνείδηση ορίζεται περισσότερο πολύπτυχα σε σχέση με την απλή λειτουργία της νόησης, γιατί η πρώτη συγκροτείται σε μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα, ενώ η δεύτερη περιγράφει απλά την ψυχοσωματική δραστηριότητα που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο εν γένει, δηλαδή στη γενικότητα, ανιστορικότητά του:

«Η ανθρώπινη συνείδηση είναι δραστηριότητα του υποκειμένου, που δημιουργεί την ανθρώπινη και κοινωνική πραγματικότητα σαν ενότητα του είναι και της σημασίας, της πραγματικότητας και της αναφορικότητας».[4]

Σε αυτόν τον πολύ γενικό ορισμό, πρέπει να προσδεθούν ειδικότεροι προσδιορισμοί:

«Η συνείδηση αποτελεί ιδιότυπα ανθρώπινη μορφή ψυχισμού, που εμφανίζεται μαζί με την εμφάνιση του ανθρώπινου βιολογικού είδους και της προσιδιάζουσας σε αυτό εργασιακής-κοινωνικής σχέσης με το φυσικό περιβάλλον και χαρακτηρίζεται από την ιδεατή αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας, μέσω του πολύμορφου συνόλου των ειδικά ανθρώπινων ψυχικών λειτουργιών […] Εμπεριέχει δύο πλευρές: αφ’ ενός μεν συνιστά γνώση, “γνωστική διαδικασία”, ιδεατή αντανάκλαση της υφιστάμενης πραγματικότητας και ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη των αποτελεσμάτων της δραστηριότητας του ανθρώπου. Αφ’ ετέρου δε συνιστά ιδεατή προτρέχουσα σύλληψη της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, των αμοιβαίων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και των σχέσεων των ανθρώπων προς τον ίδιο τον εαυτό τους. Αυτή η δεύτερη πλευρά, το συν-ειδέναι, αποτελεί και τη συνείδηση αφ’ εαυτής, δηλαδή τη συνείδηση από την άποψη της κοινωνικής της ύπαρξης, της ύπαρξής της μέσω των κοινωνικών σχέσεων. Η δεύτερη πλευρά αφ’ εαυτής εμπεριέχει και προϋποθέτει την αυτοσυνείδηση, δεδομένου ότι η από κοινού συνειδητοποίηση είναι ανέφικτη αν τα άτομα δεν διακρίνουν τον εαυτό τους από τον κοινωνικό του περίγυρο και δεν έχουν επίγνωση της θέσης και του ρόλου τους σε αυτό τον περίγυρο […] Η πρώτη πλευρά της συνείδησης (ειδέναι) καθορίζεται κυρίως από τη σχέση του ανθρώπου προς τη φύση, ως αλληλένδετη με το σκοπό, τη σκοποθεσία, τη σκοπιμότητα, και γενικότερα με τη διευθέτηση της κίνησης προς ορισμένο αποτέλεσμα της δραστηριότητας. Γι’ αυτό και συνιστά τη γνωσιακή πλευρά της συσχέτισης του ανθρώπου ως υποκειμένου με την “αντικειμενική πραγματικότητα”, με το αντικείμενο. Η δεύτερη πλευρά της συνείδησης (συν-ειδέναι), η καθαυτό συνείδηση, καθορίζεται κυρίως από τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων στην εργασία, από τις σχέσεις παραγωγής, από τις κοινωνικές τους σχέσεις ευρύτερα. Στη γνώση το υποκείμενο αντιμετωπίζει αυτό που γνωρίζει κατ’ εξοχήν ως διάφορο, ως ανεξάρτητο από το υποκείμενο της γνώσης, ως αντικείμενο και από την άποψη των δυνατοτήτων μετασχηματισμού που εμπεριέχει το αντικείμενο. Η συνείδηση καθαυτή συνιστά κατά κύριο λόγο αποκατάσταση της ενότητας, είτε αποκατεστημένη ενότητα των ανθρώπων (ως υποκειμένων της γνώσης κλπ) στην αμοιβαία διαφορά τους (χωρίς διαφορά δεν υπάρχει ενότητα), και συνεπώς προϋποθέτει την αυτογνωσία και την αυτοσυνείδηση. Σε αντιδιαστολή με τη γνώση, στην καθαυτό συνείδηση η σχέση υποκειμένου και αντικειμένου αποτελεί αναγκαία, πλην όμως υποταγμένη στιγμή έναντι της δεσπόζουσας εδώ και κεφαλαιώδους σημασίας αμοιβαίας σχέσης μεταξύ των υποκειμένων».[5]


Στο σημείο αυτό, θα μπορούσαν να αναφερθούν αναλυτικά οι «μορφές κοινωνικής συνείδησης», όπως κατηγοριοποιούνται με την ειδική μαρξιστική μεθοδολογία του σοβιετικού φιλοσόφου Β. Α. Βαζιούλιν. Αυτές είναι η ηθική, η πολιτική και το δίκαιο, που μορφοποιούνται στην συνείδηση του ανθρώπου με την διάθλαση της ουσίας της κοινωνίας (παραγωγή) μέσα από το ατομικά συγκεκριμένο πρίσμα κυρίως των πράξεων, η θρησκεία και η αισθητική που μεταφράζουν σε αισθητηριακά ισοδύναμα τις αντιφάσεις και το νομοτελές της ουσίας (μέσα από το πρίσμα κυρίως των συναισθημάτων), η φιλοσοφία (μέσα από το πρίσμα κυρίαρχα των σκέψεων). Φυσικά, αυτές οι μορφές, τα «φαινόμενα», αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και δεν ανάγονται στην ουσία, παρά την απεικονίζουν μερικά και στρεβλά εν μέρει, εν μέρει αληθινά. Η περαιτέρω αναφορά στις μορφές αυτές, μολονότι απαραίτητη όταν κανείς αναφέρεται από μαρξιστική σκοπιά στο θέμα της συνείδησης, βρίσκεται εκτός του πεδίου της παρούσας προβληματικής.
Στο παρόν άρθρο εκείνο που ενδιαφέρει είναι αυτό που αναφέρει ο τίτλος: η έννοια της «ψυχής» ως ένας ορθολογικός (από άποψη της αστικής κυριαρχίας) ανορθολογισμός κατάτμησης του ατόμου, ο οποίος αφενός ανακύπτει αυθόρμητα, αφετέρου καλλιεργείται με σκοπιμότητα.

«Ο υπερβατισμός διεκδικεί την αυτονομία του λόγου και του πνεύματος σαν δραστηριότητα του υποκειμένου: διαχωρίζει την υλικότητα από την δραστηριότητα, γιατί οι αξίες και οι σημασίες δεν είναι καταχωρισμένες στην φύση και δεν είναι δυνατόν να συναγάγουμε την ανθρώπινη ελευθερία από την αιτιακή αλυσίδα που οδηγεί από το λειχήνα και τα πρωτόζωα στον άνθρωπο».[6]

Ό,τι δεν είναι ορατό στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, είναι ίδιον μόνο του ανθρώπου και δεν μπορεί να προέκυψε από τα ζώα, άρα είναι γνώρισμα του ανθρώπου που του δόθηκε έξω από την εξέλιξη, δηλαδή με θεία παρέμβαση, όπως είναι η ελευθερία, η σημασιοδότηση, η θρησκεία, ο πολιτισμός, κ.ο.κ. Με αυτήν την συλλογιστική, μπορούμε να ομιλούμε για «αδέσποτον ψυχή», αθάνατη, άυλη, που παράγει τα συναισθηματικά προϊόντα του ανθρώπινου ψυχισμού και όσα ακόμα συνηθίζεται να υπόκεινται σε μυστικοποίηση, επειδή μοιάζει να μην τα αγκαλιάζει ο ορθός Λόγος, και άρα καθίστανται υπερβατικά και ανορθολογικά, μυστήρια και θεία. Μύθος και Λόγος στην διαλεκτική τους: το κενό που τείνει να αφήσει ένα απ’ τα δύο στοιχεία, τείνει να καλυφθεί από το έτερο. Ορισμένες μυθοποιήσεις ωστόσο, όπως και ορισμένοι εξορθολογισμοί, μολονότι για να καταστούν κτήμα των μαζών, πατούν σε πραγματικές αντιφάσεις της κοινωνικής ύπαρξής τους και άρα ως ένα βαθμό ανακύπτουν αυθόρμητα, ενισχύονται σε μεγάλο βαθμό από την εκάστοτε κυρίαρχη τάξη, και τους ιδεολογικούς της μηχανισμούς, την πρακτική και ιδεολογική της προπαγάνδα. Έτσι λοιπόν, μολονότι η σχέση επιβολής της Φύσης πάνω στον άνθρωπο από τα πρώτα του βήματα, και σταδιακά οι σχέσεις κυριαρχίας μεταξύ των ανθρώπων, γεννούν «αυθόρμητα» στους υποκείμενους την κυριαρχία τα αισθητηριακά ισοδύναμα του Φόβου, όπως συμβαίνει και με το Δέος απέναντι στο μη γνώσιμο και άρα μη δεκτικό μετασχηματισμού από την ανθρώπινη συνείδηση, παρόλα αυτά, η πίστη στον μύθο, το θείο και την «ψυχή», δεν θα εδραιωνόταν με τέτοιο πάγιο τρόπο, αν δεν συνέφερε αυτό την αναπαραγωγή του εκάστοτε κοινωνικού σχηματισμού και τρόπου παραγωγής. Στον καπιταλισμό, μολονότι το κίνημα του θετικισμού αποφετιχοποίησε τους παλαιούς φεουδαρχικούς μύθους και ήρθε να προτάξει τον Λόγο και την κυριαρχική διευθέτηση του Νόμου, παραμένουν ακόμη τα φαντάσματα του Θεού και της Ψυχής να τρομοκρατούν και να ενοποιούν σε μια ψευδοκοινότητα τις αντίθετες τάξεις.
Ο άνθρωπος «πραγμοποιείται» στην αλυσίδα παραγωγής, καταντώντας παρακολούθημα των εργαλείων της παραγωγικής διαδικασίας, όπως «πραγμοποιείται» και η ψυχική του δραστηριότητα. Μέσα στα ετερόνομα χρονοδιαγράμματα, στον ελεύθερο χρόνο που θεσμίζεται ως υπόλοιπο του χρόνου εργασίας, μέσα στην επαγγελματικά εξαρτημένη διανοητική παραγωγή αστικής σαβούρας, στο πλέγμα των καταπιεστικών αστικών σχέσεων παραγωγής όπου ελευθερία νοείται η μετάβαση από το ένα τετραγωνικό μέτρο του πλέγματος στο άλλο, και όχι η θραύση των ορίων που καναλιζάρουν την ανθρώπινη ζωή, σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον και εκείνο που περικλείεται, το άτομο, «πραγμοποιείται» και δεν πραγματοποιείται ως ελεύθερο δημιουργικό όν. Η φράση «πραγμοποιείται ο άνθρωπος» σημαίνει ο σκεπτόμενος άνθρωπος, το συνειδητοποιούν σώμα, και όχι ξέχωρα, το σώμα και η ψυχή του, σαν να επρόκειτο για δύο πραγμοποιήσεις, που η υπέρβαση της μιας θα ήρε την άλλη. Το να ζητάμε από την «ψυχή» να «γίνει ελεύθερη», ανεξάρτητα από το σώμα και την καθημερινότητα του σώματος του δούλου, όπως ζητούσε από τους χριστιανούς ο Λούθηρος (υποταγή στις επίγειες εξουσίες, άπλετη ελευθερία σε φαντασιακό επίπεδο με καράβι την αμόλυντη ψυχή), είναι ένα σόφισμα, ένας σκόπιμος κατακερματισμός της ενιαίας υπόστασης του ανθρώπου, ένα ναρκωτικό που υπόσχεται εξωτικά ταξίδια αναψυχής στον ελεύθερο χρόνο και μια οριστική λύτρωση μετά θάνατον, ενώ καθημερινά ο άνθρωπος για να ζήσει είναι υποχρεωμένος να πουλά την εργατική του δύναμη.

«Κανένα εξωτερικό πράγμα [...] δεν μπορεί να τον κάνει ελεύθερο ούτε ενάρετο» γιατί η ελευθερία του και η «φυλακή» του «δεν είναι σαρκικές ούτε εξωτερικές», κανένα εξωτερικό πράγμα «δεν φτάνει ως την ψυχή, να την ελευθερώσει ή να την αιχμαλωτίσει».[7]

Δηλαδή, από όσα υπάρχουν στον κόσμο, κανένα δεν μπορεί να πλήξει την ελευθερία της ψυχής.

«Η φοβερή αυτή πρόταση που από μόνη της επιτρέπει την υποτίμηση της “εξωτερικής” δυστυχίας και την “υπερβατική” δικαιολόγησή της, αποτελεί την βασική αρχή της καντιανής αντίληψης για την ελευθερία».[8]

Δεν είναι τυχαίο που η φιλοσοφία του Καντ επηρέασε βαθύτατα την αστική νομική σκέψη και ιδιαίτερα τον γερμανικό αστικό κώδικα, πρόδρομο των περισσοτέρων του ευρωπαϊκού δικαίου, καθώς η ίδια συγκροτήθηκε καθώς αναδύονταν οι αστικές σχέσεις παραγωγής. Ενώ νομικά ο πολίτης «αυτοδιατίθεται» και «αυτοπροσδιορίζεται» ως προς την «ελεύθερη βούλησή» του, στην πραγματικότητα είναι δέσμιος, ως μοναδιαία ολότητα, στην παράνοια του τυφλού καπιταλιστικού συστήματος που διαχειρίζεται τους ανθρώπους σαν αριθμούς και συμπαγείς ποσότητες αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας.
Ωστόσο η «διάσπαση του ατόμου», σε ψυχή και σώμα, δεν προκαλεί αυτόματα καμία καταστροφική έκλυση ενέργειας. Ο κοινός νους αποδέχεται αυτόν τον τραυματικό διχασμό, που απωθείται στο ασυνείδητο (με την έννοια της μη συνειδητοποίησης και όχι κανενός συλλογικού ασυνειδήτου!) της εργατικής τάξης, και επιστρέφει στην επιφάνεια σαν εφιάλτης αδιέξοδης οδύνης ή όνειρο άρσης της αντίφασης αυτής με μια εξακόντιση της «ψυχής» στην βασιλεία των ουρανών. Τον ίδιο ρόλο επιτελούν και οι διάφορες «ψυχαγωγικές» δραστηριότητες, που λαμβάνουν χώρα στο περιθώριο της ζωής του ατόμου, ώστε να μπορεί αυτό να ξαναρχίσει την επόμενη μέρα τον αέναο κύκλο της εργασίας του, με μια ανανεωμένη ευχαρίστηση. Η έννοια αυτής της επί πληρωμή και βραχύβιας «ψυχαγωγίας», υποδηλώνει ακριβώς αυτήν την πραγμοποίηση της συνείδησης του ανθρώπου σε αυτό που καλούμε «ψυχή». Μια αόριστη οντότητα που με έναν πολύ ορισμένο τρόπο και σαν να ήταν ένα παθητικό αντικείμενο, «άγεται», «καλλιεργείται», με την παρακολούθηση μιας εκπομπής στην τηλεόραση, μιας θεατρικής (όσο και ακριβής) παράστασης, με μια επίσκεψη στο νυχτερινό κέντρο. Η αντικειμενοποίηση αυτή της ψυχής συνεπάγεται και την ορθολογική της διαχείριση. Με έναν διακόπτη ο φωτισμός της ανοίγει ή κλείνει, ανάλογα σε ποιά φάση της καθημερινής ρουτίνας του ανθρώπου αναφερόμαστε.
Ο φετιχισμός της πραγμοποιημένης συνείδησης στο μαγικό, μυθολογικό όνομα της «ψυχής», διαφαίνεται σε διάφορες περιπτώσεις. Στο σημείο αυτό μπορεί κανείς να προσφύγει στην μεγαλοφυΐα του Χέγκελ. Ας δούμε πρώτα ελάχιστα για το «πράγμα» και τις ιδιότητές του, πριν περάσουμε στην «πραγμοειδή ψυχή». Σε ένα πράγμα, υπάρχει η τάση να θεωρούμε τις ιδιότητές του αυθύπαρκτες ύλες. Ένα πράγμα μπορεί να είναι πράσινο, ξινό, αρωματικό, και οι ιδιότητες αυτές, το πράσινο, το ξινό κτλ να θεωρούνται αυθύπαρκτες ύλες, τις οποίες έχει/διαθέτει το πράγμα. Οι ύλες αυτές, ως ξεχωριστές αυτόνομες ποιότητες «είναι επιδεκτικές μόνο ποσοτικού ορίου. - Το πράγμα [εννοημένο] ως αυτό [το πράγμα], είναι τούτος ο απλώς ποσοτικός σχετισμός των υλών, μια απλή συλλογή, το Επίσης αυτών των ίδιων [των υλών]. Αυτό αποτελείται από οποιοδήποτε ποσόν μιας ύλης, επίσης από το [ποσόν] μιας άλλης, επίσης άλλων».[9] Το πράγμα που προσδιορίζεται από την παραπάνω άποψη χωρίς την ταυτόχρονη κατανόηση της αλληλοείσδυσης και αλληλοαναίρεσης των ιδιοτήτων αυτών, συνιστά μια λαθεμένη αντίληψη.

«Από την μια πλευρά, το πράγμα μελετάται από την άποψη ότι έχει ιδιότητες, των οποίων το υφίστασθαι είναι το πράγμα. Από την άλλη πλευρά όμως αυτοί οι διαφορετικοί προσδιορισμοί εκλαμβάνονται ως ύλες, των οποίων το υφίστασθαι δεν είναι το πράγμα, αλλά αντίστροφα είναι το πράγμα που αποτελείται από αυτές. Αυτό το ίδιο είναι μόνο η εξωτερική τους σύνδεση και το ποσοτικό τους όριο [...] Οι ύλες τώρα προσδιορίζονται ως αυθύπαρκτο υφίστασθαι. Αλλά αυτές είναι επίσης συναθροισμένες μέσα σε ένα πράγμα. Αυτό το πράγμα έχει δύο προσδιορισμούς: πρώτον να είναι Αυτό, και δεύτερον να είναι το επίσης. Το επίσης είναι εκείνο που μέσα στην εξωτερική εποπτεία απαντά ως χωρική έκταση. Αλλά το Αυτό, η αρνητική ενότητα, είναι η σημειακότητα του πράγματος. Οι ύλες είναι συναθροισμένες μέσα στην σημειακότητα, και το επίσης αυτών ή η έκταση είναι παντού αυτή η σημειακότητα [...] Εκεί, συνεπώς, που είναι μία από τούτες τις ύλες, σε ένα και το αυτό σημείο είναι η άλλη. Το πράγμα δεν έχει σε άλλο τόπο το χρώμα του, σε άλλο το οσμηρό υλικό του, σε ένα τρίτο το θερμικό υλικό κ.ο.κ, αλλά μέσα σε ένα σημείο, στο οποίο αυτό είναι θερμό, είναι επίσης έγχρωμο, όξινο, ηλεκτρικό κ.ο.κ. [...] Τα υλικά δεν είναι εκτός αλλήλων, αλλά μέσα σε ένα Αυτό [...] Αυτές είναι (σ.σ. οι ιδιότητες-υλικά), κατά συνέπεια, ένα πλήθος που αλληλοεισδύει με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε αυτές που διεισδύουν να διεισδύονται επίσης από τις άλλες».[10]

Γιατί εμφανίζεται αυτή η αντίφαση;

«Ό,τι πράττει η ίδια η παράσταση, είναι η αντίφαση του να θέλει να εμμένει στην κατ’ αίσθηση αντίληψη, να έχει εμπρός της πράγματα της ρεαλιστικής ύπαρξης, και από την άλλη πλευρά να αποδίδει αισθητή ύπαρξη στο κατ’ αίσθηση μη αντιληπτό, σ’ αυτό που είναι προσδιορισμένο από την ανασκόπηση[11] [...] τα μικρά μέρη και οι πόροι (σ.σ. εννοεί τα μέρη στα οποία θεωρούμε πως στο ένα υπάρχει το χρώμα πράσινο, στο άλλο η γεύση ξινό κτλ, και ότι αυτά συνυπάρχουν όλα μαζί αλλά είναι και διακριτές ιδιότητες από τις οποίες συναπαρτίζεται το πράγμα), οφείλουν συνάμα να είναι μια αισθητή ύπαρξη, και γίνεται λόγος για το τεθειμένο Είναι τους (σ.σ. από την ανασκόπηση τεθειμένο) σαν να επρόκειτο για το ίδιο είδος της ρεαλιστικής ύπαρξης με εκείνο που ανήκει στο χρώμα, στη θερμότητα κλπ».[12]

«Αλλά το νεότερο στάδιο μέσα στην έννοια του πράγματος είναι ότι μέσα στο Αυτό η μια ύλη βρίσκεται εκεί όπου είναι παρούσα η άλλη, και ότι η ύλη που διεισδύει είναι επίσης στο ίδιο σημείο αυτή που διεισδύεται ή ότι το αυθύπαρκτο είναι άμεσα η αυθυπαρξία ενός άλλου. Αυτό είναι αντιφατικό. Αλλά το πράγμα δεν είναι τίποτα άλλο παρά αυτή τούτη η αντίφαση».[13]

«Μια παρόμοια με την περίπτωση των υλών είναι, μέσα στη σφαίρα του πνεύματος, η περίπτωση της παράστασης των δυνάμεων ή ικανοτήτων της ψυχής. Το πνεύμα είναι με μια πολύ πιο βαθιά έννοια Αυτό, η αρνητική ενότητα μέσα στην οποία διεισδύουν οι προσδιορισμοί του. Αλλά, όταν συλλαμβάνεται από την παράσταση ως ψυχή, υπάρχει η συνήθεια να εκλαμβάνεται συχνά ως πράγμα. Ακριβώς, όπως ο άνθρωπος είναι καμωμένος να αποτελείται από ψυχή και σώμα, καθένα εκ των οποίων ισχύει για τον εαυτό του ως ένα αυθύπαρκτο, έτσι και η ψυχή είναι καμωμένη να αποτελείται από τις επονομαζόμενες ψυχικές δυνάμεις. καθεμιά εκ των οποίων έχει μια ξεχωριστή αυθυπόσταση ή είναι μια άμεση, ενεργητική διεαυτήν, σύμφωνα με την καθορισμένη φύση της, δραστηριότητα. Πλάθει κανείς με τη φαντασία του την εικόνα ότι ενεργεί διεαυτήν [ξεχωριστά] η διάνοια εδώ, η φαντασία εκεί, ότι τη διάνοια, τη μνήμη κλπ την καλλιεργεί κανείς για τον εαυτό του και προς το παρόν αφήνει τις άλλες δυνάμεις να κείτονται παράμερα σε αδράνεια, μέχρι να έλθει ίσως, ή ίσως όχι, η σειρά τους. Με το να μετατοπίζονται αυτές μέσα στην υλικά -απλή πραγμοειδή- ψυχή, η οποία, καθότι απλή, είναι άυλη, οι ικανότητες, για να πούμε την αλήθεια, δεν παρουσιάζονται ως μερικές ύλες. Αλλά ως δυνάμεις θεωρούνται εξίσου αδιάφορες προς αλλήλας όσο εκείνες οι ύλες [...] οι διαφορές (σ.σ. στο επίπεδο πια της έννοιας, το ανώτερο επίπεδο ανασκόπησης) δεν μπορούν πλέον να συλλαμβάνονται από τη νόηση ως αυθύπαρκτα στοιχεία, αλλά μόνο ως μερικά μέσα στο υποκείμενο, μέσα στην απλή ατομικότητα».[14]

Είδαμε λοιπόν με έναν επιλεκτικό τρόπο ανάγνωσης του χεγκελιανού κειμένου, την θεώρηση των ιδιοτήτων του πράγματος ως αυθύπαρκτων και ως αλληλοαναιρούμενων ταυτόχρονα, και έπειτα περάσαμε στην θεώρηση της ψυχής ως πράγμα και των δυνάμεών της ως ιδιοτήτων κατά τον παραπάνω τρόπο. Η αποσπασματικότητα αυτή εκφάνσεων της «ψυχής», της συνείδησης, είναι ένα κατεξοχήν γνώρισμα της σημερινής αντίληψης περί του ψυχισμού του ανθρώπου. Προφητικά ο Χέγκελ, τονίζει τον κατακερματισμό ιδιοτήτων όπως η φαντασία, η διάνοια, η μνήμη, παραλληλίζοντας τις κατατμήσεις αυτές με την κατάτμηση του ανθρώπου σε ψυχή και σώμα (βλ. πλάγια γράμματα στην σημείωση 13). Στην σημερινή κοινωνία του υψηλού δείκτη καταμερισμού εργασίας και της υπερεξειδίκευσης, η πολυδιάσπαση του όλου σε επιμέρους κλάδους αποτελεί το σύνηθες επακόλουθο του τεχνοκρατισμού και της μαθηματικοποίησης των πάντων. Φαντασία, προσοχή, συγκέντρωση, μνήμη, ευφυία κ.ο.κ., θεωρούνται αυτόνομες ιδιότητες, ξεχωριστές δυνάμεις οι οποίες στα διάφορα ερωτηματολόγια και τεστ αξιολόγησης υπόκεινται σε ποσοτικοποιήσεις (με κλίμακες από το 1 ως το 10). Με την ίδια λογική, υπάρχουν διάφορες τεχνικές μεγέθυνσης του βαθμού ανάπτυξης καθεμιάς από αυτές τις ιδιότητες ξεχωριστά, ασκήσεις μνήμης, δημιουργικότητας, δραστηριότητες που προάγουν το ένα ή το άλλο χαρακτηριστικό, ωσάν να ήταν όλες αυτές οι ιδιότητες ξέχωρες από το όλον, τον ανθρώπινο ψυχισμό, την συνείδηση. Μια άσκηση μνήμης εξασκεί το όλον, ολικά την εγκεφαλική δραστηριότητα, να απομνημονεύει ευκολότερα, και όχι απλώς το τμήμα του εγκεφάλου που κυρίαρχα πιστώνεται την συγκεκριμένη λειτουργία. Δεν είναι η μνήμη που αναπτύσσεται αυτόνομα εν προκειμένω, αλλά συνολικά το άτομο που μπορεί πλέον να εκτελεί την συγκεκριμένη δραστηριότητα αποτελεσματικότερα και ταχύτερα. Τέτοιες ασκήσεις επιδρούν στο ποιοτικά διακριτό όλον, και όχι απλώς στο επιμέρους, σαν αυτό να μην ήταν πτυχή αλλά περιφραγμένη οντότητα. Με το ίδιο σκεπτικό κατακερματισμού της συνειδησιακής λειτουργίας, φαντάζουν στον κοινό νου επιτρεπτές οι βαθμολογήσεις/αξιολογήσεις των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, που αποτελούν εξωτερικεύσεις της ανθρώπινης συνείδησης κι όμως εμφανίζονται έξω από την διαδικασία που τις παρήγαγε, μόνο σαν απολήξεις. Ποιοτικώς πολτοποιημένες, οι δραστηριότητες διαφορετικών ποιοτικά ανθρώπων, μπορούν ποσοτικοποιημένες να τίθενται ως όροι σε μια ανίσωση. Ο τάδε έχει καλύτερη μνήμη από τον δείνα, το απέδειξε στο a τεστ, ή είναι πιο ευφυής, πιο έξυπνος, πιο μεταδοτικός. Έτσι μεταφυσικά ιδωμένες, εκείνες οι σχετικά αυτοτελείς ιδιότητες της ανθρώπινης συνείδησης μπορεί να υποστηριχθεί πως σπάρθηκαν μεμιάς και διαπαντός στον εγκέφαλο του ατόμου, από την στιγμή της γέννησης του, όπως θέλουν οι θεωρίες του βιολογικού αναγωγισμού, και απλώς να αυξομειώνονται σε ορισμένα ποσοτικά όρια. Αποκομμένες από την διαδικασία συνειδησιακής ολοκλήρωσης του ατόμου, σε αφαίρεση των κοινωνικών αντιφάσεων που εσωτερικευμένες και σε διαπάλη τις συνθέτουν (σ.σ. τις ιδιότητες) εντός της δομής του ανθρώπινου ψυχισμού, οι «ψυχικές δυνάμεις», οι ικανότητες της νόησης, μοιάζουν κάτι εξελίξιμο με έναν ακριβή, μαθηματικό υπολογισμό, για τις ανάγκες του καταμερισμού της εργασίας και της αγοράς, εργαλειακό και μόνο εφόδιο για τον εργαζόμενο που δια βίου πρέπει να βελτιστοποιεί τις επιδόσεις του και για να οργανώνει σε αυστηρό χρονοδιάγραμμα τα χόμπυ στον ελεύθερο χρόνο του.
Όπως οι υψηλοί βαθμοί στα πτυχία ανοίγουν τις πόρτες, έτσι ταξινομούνται και βαθμολογούνται οι εκφράσεις και οι εξωτερικεύσεις της ανθρώπινης συνείδησης, από τις συστημικές μηχανές υπολογισμού, επιτελώντας κάτι αναγκαίο για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής: την διαστρωμάτωση των ανθρώπων κάθετα, δηλαδή την τοποθέτησή τους σε ένα σύνολο ήδη δοσμένων διατεταγμένων σχέσεων ιεραρχίας στον καταμερισμό εργασίας, όπου ψηλότερα βρίσκεται εκείνος ακόμα που από το σχολείο πέτυχε υψηλότερες βαθμολογίες, αλλά και την διαστρωμάτωση οριζόντια επί του γραμμικά συνεχούς ανθρώπινου χρόνου: 8 ώρες εργασία και ανάπτυξη των νοητικών δεξιοτήτων που χρειάζονται μόνο για την εργασία, λίγη ώρα ανάπτυξη της «δημιουργικότητας» με μια μικρή δοσολογία ελεύθερης έκφρασης (θεατρικής, καλλιτεχνικής, κινητικής στον αθλητισμό και τον χορό κτλ), λίγη ώρα «χαλάρωση» βλέποντας κάτι το ευτελές στην TV (το οποίο παραδεχόμαστε ότι είναι ευτελές αλλά το κάνουμε «για ξεκούραση»), λίγη ώρα «διαπροσωπικές σχέσεις» και ανάπτυξη της «κοινωνικότητας». Η προσωπικότητα των ανθρώπων παρουσιάζεται θραυσματικά και όχι πολυπρισματικά, αντί δηλαδή να βλέπουμε διαφορετικές όψεις του ενιαίου βλέπουμε διαφορετικά τμήματα του πραγμοειδούς, της «ψυχής», του «πνεύματος». Ένα άτομο δεν έχει δύο εαυτούς, ούτε διαφορετικό πρόσωπο στην δουλειά, στην προσωπική ζωή, στον ελεύθερο χρόνο. Η προσωπικότητα, κατοπτρίζοντας τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας και της υλικής πραγματικότητας, είναι η ίδια αντιφατική, και οι αντίθετες πλευρές της δεν μπορούν να απαλειφθούν στην αναζήτηση του «πραγματικού εαυτού» ούτε να ομογενοποιηθούν. Η δίχως αντιφάσεις προσωπικότητα, η ψυχή ως ελεύθερη βούληση και άρα η υποτιθέμενη ισοδυναμία της εξωτερίκευσης με το εσωτερικό (ότι μια ανθρώπινη πράξη οικεία βουλήσει εκφράζει τον άνθρωπο, άρα αντανακλά μη αντιφατικά, σε μια θετική πράξη, τον ψυχισμό του – η τυπική λογική του Α=Α, βούληση → πράξη), επιτρέπει την ταξινόμηση, καταγραφή, προτυποποίηση, τον χωρισμό των ανθρώπων ανάλογα με τις κλίσεις τους (φυσικές δυνατότητες ανάπτυξης ορισμένων ψυχικών ικανοτήτων), την κατηγοριοποίηση σε target groups, εν τέλει την επιβολή του γενικού επί του συγκεκριμένου.
Η πραγμοποίηση του ανθρώπου είναι μια διαδικασία απαλοιφής των λεπτομερειών σε ένα γενικό πλάνο ανθρώπου, που λόγω ακριβώς της γενικότητάς του υπάγεται ευκολότερα ως παραγωγική δύναμη, ιδεολογικά και τεχνικά συμβατή, στις αστικές παραγωγικές σχέσεις. Όσο πιο γενικό είναι το σχήμα της υποδοχής, τόσο περισσότερα συγκεκριμένα μπορούν να ταιριάζουν σε αυτό (αφού το γενικό είναι ένα σύνολο των πιο κοινών, αφηρημένων προσδιορισμών των συγκεκριμένων). Όσο πιο γενικός είναι ο άνθρωπος και η πραγματικότητα του συνειδητοποιούντος σώματός του, τόσο λιγότερο πρέπει να προσαρμοστούν οι αστικές σχέσεις στην ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου, που ζητά τον επαναπροσδιορισμό του κάθε σχήματος. Σε μια δουλειά, οι απαιτήσεις του εργαζόμενου, εφόσον είναι κοινές προδιαγραφές για τον καθένα, μπορούν να προβλεφθούν και να παρέχονται μαζικά, γρήγορα, οικονομικά. Όσο ειδικότερες είναι οι απαιτήσεις, τόσο πιο δύσκολα θα απορροφηθεί η μονάδα στην αγορά εργασίας. Οι επιδιώξεις των ανθρώπων, κατά ένα μέρος αναγκάζονται να περιορίζονται, γιατί προέχει το να εξασφαλίσουν μια θέση εργασίας, αφετέρου κατασκευάζονται από την μαζική κουλτούρα. Όμως το άτομο που στερείται ιδιαιτερότητας, «πέφτει στο βάραθρο». Δεν «εμψυχώνει» την υλική του δραστηριότητα (δεν βρίσκει σε αυτήν εσωτερικό κίνητρο παρά μόνο εξωτερικό, τον μισθό), και δεν υλοποιεί τις «ψυχικές του δυνάμεις», δηλαδή τον εαυτό του. Η κοινωνική του συνείδηση «εξορθολογίζεται» στα πρότυπα του στενού ατομικού συμφέροντος, καταλήγοντας στον ανορθολογισμό του εγκλεισμού έξω από την κοινωνία αλλά μέσα στην κοινωνία. Το άτομο που γενικεύεται αλλοτριωμένο σε μια κατηγορία ανθρώπου των αστικών, εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής, παύει να είναι άτομο και φαινομενικά εναρμονίζεται με την κοινωνία.

«Κάποτε η αντίθεση του ατόμου προς την κοινωνία ήταν η ουσία της κοινωνίας. Σήμερα το τραγικό έχει γίνει αυτό το μηδέν που είναι η ψεύτικη ταύτιση της κοινωνίας και του υποκειμένου, μια ταύτιση που η φρίκη της εμφανίζεται για μια στιγμή στο περίβλημα του τραγικού [...] η εξαφάνιση του τραγικού επιβεβαιώνει την εξαφάνιση του ατόμου [...] το ατομικό δεν είναι πια παρά η ικανότητα του γενικού να τονίζει την τυχαία λεπτομέρειά του τόσο πολύ, που να την κάνει γενικά αποδεκτή».[15]

Η αλλοτριωμένη, τραγική ύπαρξη του ανθρώπου εμφαίνεται στην αποπομπή του συναισθήματος της τραγικότητας από την ζωή του, έναντι της φενακισμένης τέρψης και της αυταπάτης. Η διάσπαση του ατόμου είναι η καθολικοποίηση του, όχι όμως εντός των κομμουνιστικών, αλλά εντός των αστικών σχέσεων παραγωγής. Το άτομο στον καπιταλισμό γίνεται καθολική κατηγορία, επειδή γίνεται ολοένα και πιο άδειο από ιδιαιτερότητα. Η «Ψυχή» του πεθαίνει, επειδή της δίνεται μια δήθεν αυθυπαρξία και μια αυτόνομη από την υλική δραστηριότητα ζωή, καθώς θεωρείται μια ξέχωρη από το σώμα ποιότητα αποτελούμενη από ποσοτικά μεταβαλλόμενες ιδιότητες-ποιότητες επίσης αυθύπαρκτες (φαντασία, μνήμη κ.ο.κ.). Αυτή η υποτιθέμενη αυθυπαρξία δεν περισώζει, αλλά βυθίζει στην ομίχλη τον σύγχρονο άνθρωπο.
Έτσι λοιπόν, η διάσταση σώματος-«Ψυχής», ο πυρήνας της οποίας βρίσκεται στην αντίθεση πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας (ή, σε πιο εξελιγμένη μορφή, δημιουργικής-εκτελεστικής), είναι αυτή που καθιστά τον άνθρωπο της σύγχρονης αστικής εποχής απολιθωμένο, μονοδιάστατο. Η «ψυχή» είναι το Άλλο του σώματος, ένα Άλλο άυλο, που μολονότι αντιδιαστέλλεται στην εξαναγκασμένη στον χώρο και τον χρόνο υλικότητα του σώματος, έχει και αυτό έναν τόπο στον χώρο και τον χρόνο. Η «Ψυχή», το αθάνατο και απολύτως ελεύθερο Άλλο, μια παραπλανητική αφαίρεση από τον πραγματικό άνθρωπο, έχει τόπο το επέκεινα και χρόνο το αιώνιο, το έξω-από-εδώ, και αυτός ο μη τόπος είναι ένας πολύ συγκεκριμένος τόπος. Είναι ο Παράδεισος και η Τελική Κρίση, είναι ο ελεύθερος χρόνος και οι ψυχαγωγικές δραστηριότητες, είναι ο τόπος της αυτονομίας έναντι της ετερονομίας. Η «Ψυχή», εφόσον αποκτά ως έννοια αυθυπαρξία, χρειάζεται έναν τόπο για να υπάρξει, ακόμα και αν προσδιορίζεται ως άυλη, άχρονη και χωρίς έκταση, όπως και ο μύθος χρειάζεται ένα μυθολογικό τοπίο για να εκτυλιχθεί. Από την άλλη,

«το σώμα περιφρονείται και απορρίπτεται ως κατώτερο και υπόδουλο μέρος του ανθρώπου και ταυτόχρονα γίνεται αντικείμενο του πόθου σαν κάτι απαγορευμένο, πραγμοποιημένο, αποξενωμένο. Μόνο η κουλτούρα ξέρει το σώμα σαν αντικείμενο που μπορεί να περιέλθει στην κυριότητα κάποιου, μόνο με την κουλτούρα χωρίστηκε από το πνεύμα –την πεμπτουσία της εξουσίας και της διοίκησης– ως αντικείμενο, νεκρό πράγμα, corpus».[16]

Στόχος ενός κομμουνιστικού επαναπροσανατολισμού της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν μπορεί να είναι ούτε το Απολλώνιο, η ψυχρή υπολογιστική λογική, ούτε το Διονυσιακό, η άφεση στις σωματικές ορμές και τα πάθη, καθώς και οι δύο αυτές αφαιρέσεις δεν αντικατοπτρίζουν αλλά διαιρούν το όλον, και ό,τι διαιρείται διαιρείται από την πλευρά της ποσότητας. Η επιστροφή στον συγκεκριμένο άνθρωπο που θα βλέπει τον εαυτό του μέσα από τα μάτια της κοινωνίας, γιατί μόνο μέσα σε αυτήν επιζεί και προσδιορίζεται, είναι δυνατή μόνο με τον επαναστατικό μετασχηματισμό των αστικών σχέσεων παραγωγής, που παράγουν την αλλοτρίωση, σε κομμουνιστικές. Η άρση της αντίφασης παραγωγικών σχέσεων-παραγωγικών δυνάμεων και νεκρής-ζωντανής εργασίας, θα συνοδευτεί είτε με την επικράτηση της εργατικής τάξης και του κομμουνισμού, είτε με την αμοιβαία καταστροφή των πόλων σε κάθε αντιθετικό ζεύγος, άρα συνολικά την καταστροφή της ανθρωπότητας.

Υποσημειώσεις

  1. E. B. Ilienkof, Διαλεκτική Λογική: Δοκίμια Ιστορίας και Θεωρίας, Gutenberg, Αθήνα, 1983, σελ. 35.
  2. Ilienkof, ό.π., σελ. 36.
  3. Ilienkof, ό.π., σελ. 37.
  4. Κάρελ Κόσικ, Η Διαλεκτική του Συγκεκριμένου, Οδυσσέας, Αθήνα, 1975, σελ. 214.
  5. Γιώργος Κακαρίνος, Πτυχές της μαρξιστικής θεωρίας της συνείδησης (όπου και παραπομπές σε άρθρα του Δημήτρη Πατέλη και του Περικλή Παυλίδη). Βλ. επίσης και τον ιστότοπο Λογική της Ιστορίας.
  6. Κόσικ, ό.π., σελ. 214.
  7. Martin Luther, Werke, έκδ. Buchwald, Βερολίνο, 1905, σελ. 295 [Η Ελευθερία ενός Χριστιανού], όπως παρατίθεται σε Χέμπερτ Μαρκούζε, Εξουσία και Οικογένεια, σελ. 12-13.
  8. Μαρκούζε, ό.π., σελ. 13 (βλ., στο ίδιο, και άλλα ευχολόγια του Λούθηρου για την επί γης Εξουσία και την καθαγίαση της δουλείας).
  9. Γκέοργκ Χέγκελ, Επιστήμη της Λογικής [Η Μεγάλη Λογική]-Πρώτος τόμος, Δεύτερο βιβλίο: Η Διδασκαλία περί της Ουσίας, Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα, 1998, σελ. 253.
  10. Χέγκελ, ό.π., σελ. 256-257.
  11. Ανασκόπηση είναι η λογική πορεία της νόησης προς το Απόλυτο Πνεύμα, περνώντας από διάφορους αναβαθμούς.
  12. Χέγκελ, ό.π., σελ. 258-259.
  13. Χέγκελ, ό.π., σελ. 260.
  14. Χέγκελ, ό.π., σελ. 260-261.
  15. Τεοντόρ Β. Αντόρνο και Μαξ Χορκχάιμερ, Διαλεκτική του Διαφωτισμού: Φιλοσοφικά Αποσπάσματα, Νήσος, Αθήνα, 1996, σελ. 255.
  16. Αντόρνο και Χορκχάιμερ, ό.π., σελ. 373.