Πηγές:Αρχειοθραύστης (περιοδικό)/Δέκα σημειώσεις για την επιστήμη

Από Αρχειοπαίδεια
Πλήρης τίτλος: Δέκα σημειώσεις για την επιστήμη
Συγγραφέας: Γιάννης Ευσταθίου
Πηγή: Αρχειοθραύστης 5 (2015)

Σημείωση 1

Οι επιστήμες στην πραγματικότητα μπορούν να είναι μόνο δύο. Επιστήμη της φύσης και επιστήμη της κοινωνίας (και όχι απλώς: «επιστήμες του ανθρώπου»). Στο πλαίσιο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και του καταμερισμού εργασίας, αυτές οι δύο επιστήμες κατατεμαχίζονται σε περισσότερες (Φυσική, Χημεία, κοινωνιολογία-πολιτική οικονομία, θρησκειολογία κτλ). Κάθε μια από αυτές μελετά ως γνωστικό της αντικείμενο ένα οριοθετημένο τμήμα του επιστητού.

Σημείωση 2

Η «αρχή της συστηματοποίησης» διέπει κάθε μερικότερη από τις παραπάνω επιστήμες. Αυτό σημαίνει πως η κάθε μία από αυτές συγκροτείται ως ένα κλειστό σύστημα, το οποίο επικαλείται την αυτάρκειά του και την ικανότητα, στην βάση κάποιων αξιωμάτων, να συμπεριλάβει όλο το υλικό-περιεχόμενο το οποίο μελετά, σε ένα σώμα συστηματοποιημένων εννοιακών αλληλοσυσχετίσεων. Με αυτόν τον τρόπο, το περιεχόμενο για το οποίο μία από τις παραπάνω επιστήμες καθίσταται καθ’ ύλην αρμόδια, μοιάζει να μπορεί να υποταχθεί στις συστηματικές έννοιες, μέσω μιας μεθοδολογίας, και να καταστεί ορθολογικό στην ολότητά του, πλήρως κατανοητό από τον άνθρωπο-ερευνητή. Ωστόσο, στο βαθμό που μια επιστήμη τείνει να γίνει πραγματική επιστήμη προχωρώντας την εμβάθυνσή της στο αντικείμενο μελέτης, βαδίζει προς σημεία που αυτό συνορεύει με άλλες επιστήμες του επιστητού οι οποίες τεχνητά έχουν διαχωριστεί σαν ένα ξέχωρο σώμα. Επομένως, η έρευνα βαδίζει από το περιφραγμένο-οριοθετημένο πεδίο της «ορθολογικότητας» του μερικού συστήματος, προς την «ανορθολογικότητα», προς ένα περιεχόμενο το οποίο βρίσκεται στα σύνορα με μια άλλη επιστήμη και το οποίο ξεφεύγει, «πλεονάζει», και δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στις ορθολογικές έννοιες του αρχικού «επιστημονικού» συστήματος. Σε αυτά τα σύνορα έχουμε την διαλεκτική ορθολογικότητας-ανορθολογικότητας. Σε μια πρώτη άρση της αντίθεσης αυτής, η φυσική και η χημεία γίνονται φυσικοχημεία, τα μαθηματικά γίνονται εφαρμοσμένα μαθηματικά, η κοινωνιολογία και τα οικονομικά γίνονται πολιτική οικονομία, τα νομικά και η διεθνής πολιτική ανάλυση αναγκαστικά συμφύρονται στην μελέτη πχ της Ε.Ε. Προβάλλει η ανάγκη διεπιστημονικότητας, και τα μερικότερα συστήματα δείχνουν τα όριά τους και την ανάγκη συνολικοποίησής τους (βλ. σχετικά, Λούκατς, Ιστορία και Ταξική συνείδηση, σελ. 191 και επ.· Φουκώ, Εξουσία, γνώση, ηθική κ.ά.).

Σημείωση 3

Μια επιστήμη θέλει το γνωστικό της αντικείμενο να διαθέτει μια κανονικότητα, να διέπεται από νόμους. Αποτελείται, σχηματικά από τρεις φάσεις: α) οριοθέτηση, ανάλυση, περιγραφή του γνωστικού αντικειμένου, β) διάγνωση του τρόπου κίνησης, του γίγνεσθαί του, που διέπεται από νόμους, γ) πρόγνωση βάσει της κεκτημένης γνώσης με σκοπό την πράξη ή τον πρακτικό μετασχηματισμό του γνωστικού αντικειμένου. Η επιστήμη της κοινωνίας περιγράφει, αναλύει την κοινωνία ως ολότητα, διαγιγνώσκει τις κοινωνικές νομοτέλειες και αποβλέπει στον προσανατολισμό της πράξης εντός του κοινωνικού γίγνεσθαι. Οι κοινωνικές νομοτέλειες δεν ταυτίζονται με τους νόμους της Φύσης (νόμοι της φυσικής, της χημείας κτλ), γιατί η κίνηση του ανθρώπινου πράττειν δεν είναι αντικειμενοποιημένη με τον τρόπο που είναι η κίνηση των μορίων κτλ. Πρόκειται για αντικειμενικές τροχιές του κοινωνικού είναι, νόμους-τάσεις, και η νομοτέλεια ανοίγεται ως ένα φάσμα δυνατοτήτων, από τις οποίες τείνει να υλοποιηθεί η πιο εύκολα υλοποιήσιμη δυνατότητα (το «νομοτελές»). Η πιο αντικειμενοποιημένη, νομοτελής πλευρά του κοινωνικού γίγνεσθαι είναι οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, που διέπονται από τους νόμους-τάσεις τις κεφαλαιοκρατίας, που μελέτησε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο.

Σημείωση 4

Η επιστημονική γνώση παράγεται από το υποκείμενο ερευνητή, ο οποίος θέτει ως αντικείμενο το γνωστικό πεδίο μελέτης. Κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο το ερευνητικό υποκείμενο «νοθεύει» την αντικειμενική γνώση του αντικειμένου μελέτης, καθώς το ίδιο (το υποκείμενο) αποτελεί προϊόν της κοινωνίας με δικές του αξίες, ιδανικά, βλέψεις. Το υποκείμενο διαφέρει από το αντικείμενο το οποίο προσεγγίζει, και η επιστημονική γνώση παράγεται από την διαμεσολάβηση του αντικειμένου από το υποκείμενο. Καθώς «η διαφορά γεννά την επιθυμία», το υποκείμενο βλέπει στα αντικείμενα μια δική του έλλειψη, και για αυτό τα διαμεσολαβεί (βλ. Χέγκελ, Η Φιλοσοφία του Πνεύματος). Ο ερευνητής προσεγγίζει το αντικείμενο μελέτης αποβλέποντας στην κάλυψη κάποιας ανάγκης του, στην υλοποίηση κάποιου δικού του στόχου, και με αυτόν τον τρόπο επηρεάζει μια δήθεν άκρως «αντικειμενική», ανόθευτη από το υποκείμενο ερευνητή, επιστημονική γνώση. Η γνώση και το εν(διαφέρον)-κίνητρο, βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση. Σχηματικά, ο ερευνητής της κοινωνίας μπορεί να προσεγγίσει το αντικείμενο μελέτης του με τρεις τρόπους. Με ένα τεχνικό, με ένα πρακτικό, ή με ένα χειραφετητικό διαφέρον. (βλ. Η Γνώση και το Διαφέρον, του Γ. Χάμπερμας). Να σημειωθεί πως ενδιαφέρον για την «πρακτική» υπάρχει σε όλα τα παραπάνω είδη, όπως και στην γνώση εν γένει. Κατ’ εξοχήν χαρακτηρίζεται ένα από αυτά «πρακτικό διαφέρον», με τον τρόπο που θα δούμε παρακάτω.

Σημείωση 5

Οι «εμπειρικοαναλυτικές» «επιστήμες» (καλύτερα: οι εμπειρικοαναλυτικές στρατηγικές μελέτης ενός γνωστικού αντικειμένου που αφορά την κοινωνία) προσεγγίζουν το αντικείμενο μελέτης τους με ένα τεχνικό διαφέρον, στοχεύοντας στην σκιαγράφηση της δομής του ή και στην κριτική κάθε θεωρίας που επιχειρεί να σκιαγραφήσει την δομή του (πχ Popper). Λαμβάνουν το γνωστικό αντικείμενο ως σταθερό, δεδομένο, χωρίς την πρόθεση να το μετασχηματίσουν, βρίσκουν σχέσεις αιτίου-αιτιατού, διεξάγουν επαγωγικούς και απαγωγικούς συλλογισμούς, κάνουν υποθέσεις που πρέπει να επαληθευτούν ή να διαψευστούν, το αναλύουν σε μέρη, απομονώνουν γεγονότα. Η παρατήρηση των δεδομένων συχνά παίρνει την μορφή πειράματος, και με κάποιες δεδομένες αρχικές συνθήκες μετρώνται τα αποτελέσματα των «τελεστικών» (επαληθευτικών) πράξεων. Το σύστημα μελέτης περιγράφεται με κάποιες προτάσεις, αυτές ελέγχονται ως προς την «αλήθεια τους», και στην συνέχεια τα πορίσματα (πληροφορίες) αυτού του τρόπου μελέτης, υποτίθεται ανόθευτα από τον ερευνητή (αξιολογική ουδετερότητα), «ξερά» συμπεράσματα που έχουν επαληθευτεί, αξιοποιούνται για τεχνικό έλεγχο.
Οι «ιστορικό-ερμηνευτικές επιστήμες» χωρίζονται στον ιστορισμό (ερμηνεία ιστορικών κειμένων), τη λογοτεχνία, τη γλωσσολογία, την ψυχανάλυση, και τις πιο συστηματικές πρακτικές επιστήμες (οικονομία, κοινωνιολογία, πολιτική). Το διαφέρον του ερευνητή εδώ είναι κυρίαρχα πρακτικό. Σκοπός είναι η εξαγωγή κάποιου «αντικειμενικού» νοήματος από το γνωστικό αντικείμενο, το οποίο ανακύπτει από την δομή του, και ο ηθικοπρακτικός προσανατολισμός εντός του πλαισίου του (διαδικασία που γίνεται διαφορετικά στην ερμηνεία κειμένων-λεγομένων και στις υπόλοιπες επιστήμες της κατηγορίας αυτής). Η ανεύρεση δηλαδή της «αλήθειας» του αντικειμένου μελέτης που θα προσανατολίσει την κίνηση της ανθρώπινης πράξης εντός αυτού, και μάλιστα μέσω αυτής της ανεύρεσης της «αλήθειας», σκοπός είναι να επιτευχθεί μια διυποκειμενική συμφωνία που θα εναρμονίσει τα διαφορετικά ανθρώπινα ενεργήματα. Για αυτό οι επιστήμες αυτές έχουν ένα νομολογικό-νομοθετικό περιεχόμενο, να εντοπίσουν δηλαδή νόμους (ηθικούς κανόνες, ή τρόπους κίνησης των συμπεριφορών των ανθρώπων), οι οποίοι θα βοηθήσουν την ανθρώπινη πράξη να τοποθετηθεί εντός των διάφορων αλληλεπιδράσεων και να κινηθεί προς μια ορισμένη κατεύθυνση σύμφωνοι με τους νόμους αυτούς.
Τέλος, με βάση το χειραφετητικό διαφέρον, ο ερευνητής δεν επιθυμεί απλώς την συλλογή πληροφοριών για τεχνικό έλεγχο, ούτε την εξαγωγή κάποιου νοήματος για να κινηθεί η ανθρώπινη δράση εντός της κανονικότητας του αντικειμένου μελέτης, αλλά επιθυμεί τον πρακτικό μετασχηματισμό του ίδιου του αντικειμένου μελέτης, μια χειραφέτηση που πρέπει να έχει κάποιο θετικό νόημα βελτιστοποίησης της λειτουργίας του αντικειμένου μελέτης και της θέσης των ανθρώπων σε αυτό. Σκοπός δηλαδή είναι, εκτός από την συλλογή πληροφοριών, και την εξαγωγή κάποιου νοήματος για την πράξη, τα παραπάνω δύο να συνοδεύονται από μια άρση του αντικειμένου μελέτης σε ένα ανώτερο επίπεδο. Ο άνθρωπος δηλαδή δεν αποκτά ένα ηθικοπρακτικού προσανατολισμού νόημα για να κινηθεί εντός μιας παραδεδομένης βιούμενης πραγματικότητας και σε συμφωνία με έξωθεν επιβαλλόμενους νόμους, αλλά οπλίζεται και με στόχο την ανατροπή της, σε αντίθεση με μια πράξη που θα κατευθυνόταν μέσα σε δοσμένα όρια, με ειλημμένους δηλαδή τους σκοπούς και την λειτουργία του κοινωνικού συστήματος (των πολιτισμικών παραδόσεων, της οικονομίας, της πολιτικής κτλ). Το χειραφετητικό διαφέρον προσπαθεί να εξάγει από το παρόν κοινωνικό σύστημα, μια έλλογη αναδιάταξη-αναπροσαρμογή του, μέσα από μια ρήξη, με την κατάργηση των παλαιών και την θέση νέων νόμων. Η επιστήμη-θεωρία που έχει βάση το χειραφετητικό διαφέρον έχει σκοπό μια ολική ανάπλαση του κοινωνικού χώρου, μελετά δηλαδή την κοινωνική ολότητα, είναι φύσει κριτική, ακόμα και προς τον ίδιο τον εαυτό της, αφού αναγνωρίζει πως σε σημαντικό βαθμό είναι η ίδια προϊόν-ιδεολογία του κοινωνικού συστήματος που θέλει να ανατρέψει, και παραμένει επιστήμη μόνο εφόσον αναστοχάζεται τις ίδιες της προϋποθέσεις της. Τέτοια κοινωνική επιστήμη έχει την δυνατότητα να είναι ο μαρξισμός.

Σημείωση 6

Τα παραπάνω (εν)διαφέροντα του ερευνητή, είναι υπερβατολογικές προϋποθέσεις της επιστημονικής έρευνας, φανερώνουν δηλαδή την απριορική κατάσταση των κινήτρων του ερευνητή, τα οποία αυτός διαθέτει πριν και έξω από το αντικείμενο μελέτης και είναι αυτά που τον «κινητοποιούν» στο να το μελετήσει. Δεν μπορεί λοιπόν η οπτική το ερευνητή να μην επηρεάζει την παραγόμενη γνώση του γνωστικού αντικειμένου.
Ωστόσο, θέση την οποία ασπάζονται είναι ότι, μολονότι τα διαφορετικά είδη διαφερόντων και επιστημών παράγουν σε ένα βαθμό ορθολογική γνώση (για αυτό άλλωστε και ο Μαρξ αξιοποίησε πχ την αστική πολιτική οικονομία, και δεν την παρέβλεψε λέγοντας ότι «είναι αστική!» -άλλωστε δεν υπάρχει παρθενογένεση ούτε απόλυτη τομή), πραγματική επιστήμη της κοινωνίας μπορεί να είναι μόνο εκείνη που διαπερνάται από το χειραφετητικό διαφέρον. Όπως έχει υποστηριχθεί (Φαράκλας, Ψυχοπαίδης), ο μηχανικισμός (σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος), ενός συστήματος είναι μονομερής ως οπτική, αν δεν λαμβάνει υπόψη την «τελολογία» του. Τελολογία εδώ σημαίνει το προς τα πού αυτό βαίνει σε σχέση με το που θα έπρεπε να βαίνει βάσει του «σκοπού» του, αλλά και το ποιές είναι οι προϋποθέσεις για να εκπληρώνει τον «σκοπό» του. Το «δέον» με το «είναι», στην υλιστική θεώρηση δεν είναι μεταφυσικά διαχωρισμένα. Το δέον είναι μια δυνατότητα από αυτές που ανοίγονται από το υλικό είναι, ώστε αυτό να πληροί τις βασικές ανάγκες και στοχεύσεις της ύπαρξής του. Για την κοινωνία, φερ’ ειπείν, το δέον ανακύπτει από την αντικειμενική ανάγκη της πχ να διατηρεί και να αναπτύσσει μια συνεκτική αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων. Οτιδήποτε δομικό το κοινωνικού συστήματος αντιφάσκει προς τις ανάγκες αυτές, πρέπει να αρθεί. Το χειραφετητικό διαφέρον έχει στόχο την ανάπλαση της κοινωνικής δομής, ώστε να εξαλειφθεί το διαρθρωτικό αρνητικό που υποσκάπτει τα θεμέλια, την ύπαρξη και τον σκοπό ύπαρξης της κοινωνίας. Ο καπιταλισμός δομικά παράγει έναν άτεγκτο ανταγωνισμό με το πάθος της κερδοφορίας και την αναρχία στην παραγωγή, παράγει την οικολογική καταστροφή, παράγει την άνιση κατανομή του παραγόμενου πλούτου. Για αυτό και η «αξία», το «ιδανικό» άρσης και μετασχηματισμού του στον σοσιαλισμό, δεν είναι αυθαίρετες, υποκειμενικές επιθυμίες, η «επιστημονικότητα» των επιδιώξεων αυτών εδράζεται στην ανάγκη και τον σκοπό της ίδιας της κοινωνίας εν γένει να αναπτύσσει την αλληλεγγύη των μελών της, την αρμονική συνύπαρξη με το περιβάλλον κτλ. Το χειραφετητικό διαφέρον είναι ένα κίνητρο διάσωσης του σκοπού και της ύπαρξης της κοινωνίας και των μελών της (αρχικά της συντριπτικής πλειοψηφίας που είναι η εργατική τάξη και τα σύμμαχα στρώματα, έπειτα ολόκληρο του ανθρώπινου γένους), για αυτό και είναι ένα διαφέρον «έλλογο», «επιστημονικό», για αυτό και η πραγματική επιστήμη πρέπει να διαπερνάται από αυτό.

Σημείωση 7

Σημείωση 7α

Όπως ουσιαστικά ήδη λέχθηκε, η παραγόμενη γνώση των αστικών επιστημών, έχει ένα έλλογο περιεχόμενο, που δεν κηλιδώνεται πλήρως από την κυριαρχία της αστικής τάξης. Η διαπίστωση αυτή, πέρα από το παράδειγμα του Μαρξ που σημειώθηκε, τεκμηριώνεται και με τον εξής τρόπο. Αφενός, η αστική κυριαρχία, μολονότι αγκαλιάζει όλες τις σφαίρες του κοινωνικού βίου, δεν είναι απόλυτη, οι ανθρώπινες σχέσεις και ιδεολογίες δεν είναι 100% αστικές, αλλά αντιφατικές, και εμπεριέχουν και το στοιχείο του αδύναμου πόλου, της εργατικής τάξης, που, μολονότι αυτή αποτελεί τον αδύναμο πόλο, με την πάλη της αφήνει το στίγμα της σε όλα τα πεδία του κοινωνικού γίγνεσθαι. Άλλωστε η αστική τάξη δεν μπορεί να πετύχει τους σκοπούς της σε απόλυτο βαθμό, γιατί αυτό θα κατέστρεφε τον αδύναμο πόλο της αντίθεσης, την εργατική τάξη, και άρα συνολικά τους ανθρώπους και τις κοινωνίες τους. Δεύτερον, οι επιστήμες της Φύσης, εκφράζουν την παραγωγική σχέση του ανθρώπου με την Φύση, την επαύξηση της γνωσιμότητας της τελευταίας από τους πρώτους, και άρα την γνώση-έλεγχο-καθυπόταξή της. Μολονότι αυτή η επιστήμη είναι ταξικά προσδιορισμένη, η παραγωγική σχέση του ανθρώπου με την φύση, και η έλλογη γνώση της φύσης (σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σύμφωνα με την διαλεκτική αλήθειας-πλάνης), προϋπάρχει των ταξικών κοινωνιών, και δεν ταυτίζεται με την εμφάνιση των καταδυναστευτικών παραγωγικών σχέσεων (βλ. πχ αρχαία αστρονομία, καλλιέργεια της γης, μεταμόρφωση της ύλης κτλ). Η επιστήμη, πράγματι, «δεν είναι ουδέτερη», αλλά δεν είναι και 100% αστική-απόβλητη. Δυστυχώς, πολλοί «μαρξιστές», επηρεασμένοι από τον όντως απαράδεκτο επιστημονισμό του παρόντος και του παρελθόντος ή την μονοσήμαντη «αναγκαιότητα αντιστοιχίας» των παραγωγικών σχέσεων στις παραγωγικές δυνάμεις που επικράτησε ως αντίληψη στην ΕΣΣΔ, δεν έχουν καν καθίσει να συλλογιστούν τις επιπτώσεις θέσεων που αφήνουν την παραγόμενη «αστική γνώση» ολοκληρωτικά στα χέρια των αστών, φτάνοντας στο άλλο άκρο. Η γνώση είναι δύναμη, μέσα από το πρίσμα και κάτω από τις προϋποθέσεις που περιληπτικά αναφέρθηκαν.

Σημείωση 7β

Κάθε μερικότερη «επιστήμη» (στο εξής με εισαγωγικά, λόγω της μερικότητας), έχει μια μεθοδολογία. Η μεθοδολογία είναι η τεταμένη σχέση μορφής-περιεχομένου, ως μια στρατηγική μορφοποίησης του υλικού κάθε γνωστικού αντικειμένου σε συστηματικές μορφές-έννοιες. Δεδομένου όμως ότι το περιεχόμενο είναι περισσότερο κινητικό από τις έννοιες που το αντανακλούν σε κάποια δεδομένη στιγμή, οι έννοιες και οι σχέσεις τους πρέπει να είναι επίσης δυναμικές και να αναγνωρίζουν ποσοτικές και ποιοτικές αλλαγές που συντελούνται εντός του αντικειμένου μελέτης τους. Επομένως, η μεθοδολογία θα πρέπει να δίνει κάποιες κατευθύνσεις διαλεκτικής μετατροπής του ίδιου του εαυτού της, διαφορετικά αυτονομείται από την κίνηση του περιεχομένου και γίνεται μια αντιδιαλεκτική σχηματοποίηση, ένα καλούπι το οποίο ο «ερευνητής» χρησιμοποιεί σαν την κλίνη του Προκρούστη, για να προσαρμόσει την πραγματικότητα στα δικά του προκαθορισμένα εννοιακά σχήματα. Η πρακτική, είναι ο σημαντικότερος δείκτης διαπίστωσης της αναντιστοιχίας εννοιών και πραγματικότητας, άρα της κρίσης/ανεπάρκειας της μεθόδου ή/και του εμπειρικού υλικού το οποίο έχει συγκεντρωθεί.
Ωστόσο, ακριβώς επειδή η μεθοδολογία είναι μια παγιωμένη σχέση μορφής-περιεχομένου και η πραγματικότητα-περιεχόμενο ρευστή, είναι αδύνατη η πλήρης λογική συμπερίληψη-κατανόηση του γνωστικού αντικειμένου. Η διαλεκτική αλήθειας-πλάνης βλέπει πάντα στην «αλήθεια» μια μεγαλύτερη ή μικρότερη δυνατότητα πλάνης, και στην εννοιακή αντανάκλαση του αντικειμένου μια μεγαλύτερη ή μικρότερη πιστότητα της αντανάκλασης, όπως επίσης η διαλεκτική αυτή αντιλαμβάνεται το σφάλμα ως αναγκαία στιγμή της διαδικασίας εξασφάλισης όλο και μεγαλύτερης πιστότητας των εννοιών σε σχέση με το γνωστικό αντικείμενο. Συν τοις άλλοις, μια απόλυτη «αλήθεια» του γνωστικού αντικειμένου θα προϋπέθετε τον ριζικό διαχωρισμό ερευνητικού υποκειμένου και αντικειμένου. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει, όπως λέχθηκε πριν κατά την αναφορά στα ερευνητικά εν(διαφέροντα).

Σημείωση 8

H επιστήμη, γνωρίζοντας καλά (το «επίστασθαι») ένα γνωστικό αντικείμενο, το γνωρίζει ως προς την ποιοτική σύστασή του, και τις ποσοτικές σχέσεις που αναπτύσσουν τα συστατικά μέρη-ιδιότητες (μικρότερες «ποιότητες») μεταξύ τους, σε μια ενότητα ποιότητας-ποσότητας, στο μέτρο, στην ουσία, στις φαινομενικές εκδηλώσεις της ουσίας, στην αλληλοδιαμόρφωση, αν υπάρχει (στις κοινωνικές επιστήμες), μεταξύ «φαινομένων» και «ουσίας», στην ενότητα όλων που μας κάνει την πραγματικότητα. Επίσης εξετάζει το γνωστικό αντικείμενο στην ιστορική του διαδρομή, κτλ. Τα μαθηματικά, η άλγεβρα (η γεωμετρία σε μικρότερο βαθμό, αφού μελετά ποιοτικά ορισμένα σχήματα με δικές τους ιδιότητες το καθένα), μελετούν καθολικές ποσοτικές σχέσεις, ανεξαρτήτως ποιοτικά συγκεκριμένου περιεχομένου, για αυτό ακριβώς έχουν καθολική εφαρμοσιμότητα, σε κάθε ποιοτικά συγκεκριμένο περιεχόμενο (στην φυσική, την χημεία κτλ). Υπό την παραπάνω έννοια, είναι και δεν είναι «επιστήμη», το «επίστασθαι» της άλγεβρας είναι το «ποιοτικά» συγκεκριμένο των καθολικών ποσοτικών συσχετίσεων. Η γνώση των μαθηματικών καλύπτει αυτήν την πλευρά της γνώσης, την ποσοτική, στηριζόμενη πάνω σε κάποια μαθηματικά αξιώματα. Οι αξιωματικές θέσεις (πχ οι νόμοι των ταυτοτήτων), δεν εξάγονται από την μελέτη κάποιου συγκεκριμένου ποιοτικά γνωστικού αντικειμένου, ισχύουν καθολικά. Επομένως, τα μαθηματικά δεν μας λένε κάτι για το ποιοί «ποσοτικοί νόμοι», ποσοτικές συσχετίσεις ανακύπτουν από την «φύση», την ποιότητα εντός συγκεκριμένου αντικειμένου πχ της κοινωνίας. Αυτό που μας λένε είναι, αφού ανευρεθούν νόμοι ή διάφορα δεδομένα (πχ στατιστικές) του ποιοτικά συγκεκριμένου, πώς δουλεύουμε ποσοτικά με τα στοιχεία αυτά. Έτσι, πχ ο μαθηματικός έλεγχος της μείωσης των μισθών ώστε να επιτευχθεί ένα κατάλληλο ποσοστό κέρδους για την επιχείρηση, είναι έγκυρος στην ποσοτική πλευρά, αλλά έχει ως αξίωμα τους δεδομένους ταξικούς συσχετισμούς από τους οποίους απορρέουν οι ποσοτικές σχέσεις μεταξύ μισθών-υπεραξίας-κέρδους-συσσώρευσης κεφαλαίου κτλ, επομένως είναι ταυτόχρονα μονομερής και ψευδής ως προς τη μελέτη της πραγματικότητας της παραγωγής στο εργοστάσιο, μολονότι εμπειρικά ο μαθηματικός υπολογισμός θα επαληθευτεί, ούτως εχόντων των πραγμάτων.
Ομοίως, οι ποσοτικές αναλογίες χημικών στοιχείων, βιταμινών κτλ στον ανθρώπινο οργανισμό, γίνονται αντικείμενο υπολογισμού μέσω των μαθηματικών, αλλά απορρέουν από την βιοσύσταση, το ποιοτικά συγκεκριμένο του ανθρώπινου οργανισμού.

Σημείωση 9

Η επιστήμη στον καπιταλισμό, από την σκοπιά των αστικών παραγωγικών σχέσεων είναι «προοδευτικός» παράγοντας, από την σκοπιά της εργατικής τάξης και των δυνητικών σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών παραγωγικών σχέσεων, αποτελεί συστατικό κομμάτι της κεφαλαιοκρατίας που διαιωνίζει την ύπαρξή της και την εκμεταλλευτική κοινωνία. Ωστόσο, η ανάπτυξη των επιστημών της Φύσης, της τεχνολογίας κτλ, μολονότι ταξικά προσδιορισμένη, διανοίγει χειραφετητικές δυνατότητες για το ανθρώπινο γένος, με την προϋπόθεση της συνειδητής ανατροπής των σχέσεων παραγωγής (πχ αυτοματοποίηση, πληροφορικοποίηση, μέσα συγκοινωνίας, διαδικτύωση της ανθρωπότητας, βαθύτερη γνώση της ύλης-Φύσης κ.α), χειραφετητικά αποτελέσματα των οποίων την γεύση παίρνουμε ήδη (αύξηση του προσδόκιμου μέσου όρου ζωής, μείωση του αναγκαίου χρόνου εργασίας κ.α). Βέβαια, η πραγματική αξιοποίηση των επιστημονικών δυνατοτήτων προϋποθέτει την άρση του καπιταλισμού. Από την σκοπιά των περιορισμών της δυνατής επιστημονικής έρευνας στον καπιταλισμό (έρευνα μόνο για ό,τι θα αποφέρει κέρδος, διάθεση πόρων για μη κοινωνικά επωφελείς δραστηριότητες, πχ είδη πολυτελείας κτλ), ο καπιταλισμός «φρενάρει» την επιστημονική γνώση. Όλες οι παραπάνω διαπιστώσεις κινούνται στην διαλεκτική πραγματικότητας δυνατότητας, καπιταλισμού-σοσιαλισμού-κομμουνισμού, η αντιφατικότητά τους δεν είναι λογικό σφάλμα αλλά σύμφυτη με την πραγματικότητα, και πρέπει να λαμβάνονται έτσι υπόψη, χωρίς να καταλήγουμε σε απολυτοποιήσεις του τύπου «δεν υπάρχει ανάπτυξη των επιστημών στον καπιταλισμό», «η ανάπτυξη των επιστημών στον καπιταλισμό δεν ανοίγει καμία προοπτική για τον σοσιαλισμό κτλ». Άλλωστε, μην ξεχνάμε, η παγκοσμιότητα των ανθρώπινων κοινωνιών, που έγινε με την εδραίωση των παγκόσμιων εκμεταλλευτικών κεφαλαιοκρατικών δεσμών οικονομίας και επικοινωνίας, ήταν λογική και ιστορική προϋπόθεση ώστε να εμφανιστεί η δυνατότητα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού στο προσκήνιο.

Σημείωση 10

Οι επιστήμες του ανθρώπου δεν μπορούν να μελετούν τον άνθρωπο ως «οργανική ολότητα», μολονότι ακριβώς ο οργανισμός του είναι μια τέτοια ολότητα (άλλωστε από εδώ προκύπτει και το επίθετο «οργανικός» για ολότητες όπως η κοινωνία, οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής κτλ). Τέτοιες επιστήμες, όπως η ατομική ψυχολογία, κάποια ρεύματα ψυχανάλυσης κτλ, παραμένουν προσκολλημένες στην σχετική αυτοτέλεια του ανθρώπινου οργανισμού, των εγκεφαλικών λειτουργιών, των χημικών και άλλων διεργασιών, θεωρώντας πως η σκέψη, τα συναισθήματα κτλ, είναι υπόθεση της ατομικής ή το πολύ της οικογενειακής ζωής. Ακόμη, μπορεί να εξετάζουν το σχολείο ή κάποιες πολιτισμικές παραδόσεις ως στοιχεία εξωτερικά στο άτομο, επιδράσεις στις οποίες «αντιδρά» ο ανθρώπινος οργανισμός. Όμως, οι κοινωνικές σχέσεις του ανθρώπου αποτελούν την «ουσία» του, και δεν υπάρχει ανθρώπινη ολότητα, παρά μόνο βιολογική, ο άνθρωπος είναι αδιαχώριστος από τις κοινωνικές σχέσεις και την κοινωνία στην οποία αναπτύσσεται ως άτομο, υποκείμενο, προσωπικότητα. Η σκέψη είναι πάντα σκέψη «κάποιου πράγματος», όπως και το συναίσθημα, και αυτό το «πράγμα» κείται έξω από το άτομο, στον κοινωνικό χώρο. Αυτό απαντά με πολύ συμπυκνωμένο τρόπο και στην απορία που δημιουργεί σε πολλούς επιστημονικού κύκλους το γεγονός ότι η «συνείδηση» είναι κάτι «περισσότερο» σε σχέση με την δραστηριότητα του εγκεφάλου, των νευρώνων κτλ. Η συνείδηση είναι η σχέση νοητικής προσοικείωσης της πραγματικότητας, με σκοπό την πράξη-δράση, που αναπτύσσεται μεταξύ του συνειδητοποιούντος και με ψυχοσωματικές λειτουργίες ανθρώπινου όντος, και της πραγματικότητας που το περιβάλλει. Οι δραστηριότητα πχ των νευρώνων είναι το υλικό αποτύπωμα που αυτή η σχέση αφήνει στον ανθρώπινο οργανισμό, αλλά και η βιολογική έδρα αυτής της σχέσης. Μια επιστήμη δεν πρέπει να βλέπει τον άνθρωπο ως ολότητα, αφού ο οργανισμός του δεν γίνεται ακόμη «άνθρωπος», έξω από την κοινωνία.